ΓΤΤ


Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

Κολίγοι και τσιφλικάδες

ΓΙΑΤΙ Η ΖΩΗ ΣΤΟΝ ΚΑΜΠΟ ΗΤΑΝ ΠΙΟ ΔΥΣΚΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΑΠ’ Ο,ΤΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ

* Οι εξώσεις και οι εξευτελισμοί των κολίγων πώς έγιναν οικονομικοί δούλοι και πολιτικά υποχείρια των αφεντικών τους

Η απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους, σηματοδοτεί την έκρηξη του αγροτικού ζητήματος, μετά τη δίκαιη απαίτηση των κολίγων για απαλλοτρίωση των τσιφλικιών.
Το τσιφλίκι, κατά την Οθωμανική περίοδο, αποτελεί ένα θεσμό που δεν στοχεύει στο κέρδος αλλά στην αυτάρκεια των αγαθών και ως εκ τούτου προσφέρει στους χωρικούς μεγαλύτερη ασφάλεια για την επιβίωσή τους από εκείνη που είχαν οι μικροϊδιοκτήτες αγρότες. Πολλοί απ΄ αυτούς, μετά το 1881, καίτοι αγόρασαν γη, τελικά μετατράπηκαν ξανά σε κολίγους, αφού αναγκάζονταν να δανείζονται με υπέρογκους τόκους, τους οποίους βεβαίως δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν.
Από τη μια λοιπόν έχουμε τους κολίγους: Πρόκειται για τους γηγενείς πεδινούς ραγιάδες, που δούλευαν στο τσιφλίκι, είτε «πάππου προς πάππο», είτε έγιναν κολίγοι από μικροϊδιοκτήτες λόγω χρεών, αφορίας ή κακών καιρικών συνθηκών.
«Είναι δεμένοι με εθιμικά δεσμά με το τσιφλίκι. Οργώνουν με το ησιόδειο άροτρο (το ξυλάροτρο με ελκυστήρα το βόδι), θερίζουν με το δρεπάνι, αλωνίζουν με τη δοκάνη, μεταφέρουν με τη βοϊδάμαξα. Όλα αυτά με πολύ ιδρώτα, που αποτυπώθηκε ανεξίτηλα στα ρούχα, στο πετσί τους. Άλλη κατηγορία κολίγων ήταν ορεινοί Αγραφιώτες. Αυτοί χόρταιναν «σταρένιο» ψωμί, στον κάμπο αν και τους αποδεκάτιζε η ελονοσία. Με τον καιρό συνήθιζαν τη ζωή στο τσιφλίκι...», γράφει ο Γ. Χατζηλάκος.
Δεμένοι με το τσιφλίκι ήταν επίσης οι προλετάριοι της υπαίθρου: οι παρακεντέδες και οι κουλουκτσήδες.
Ενώ ο κολίγος είναι επίμορτος αγρότης, ιδιοκτήτης μερικών αροτριαίων ζώων (βόδια και σπανιότερα βουβάλια), γεγονός που του δίνει το δικαίωμα να καλλιεργεί ένα χωράφι (η έκταση που του παραχωρείται εξαρτάται από τον αριθμό των ζώων), οι παρακεντέδες και οι κουλουκτσήδες είναι ακτήμονες χωρικοί. Τους χρησιμοποιεί είτε ο κολίγος, ένα είδος μισθωτών του ζευγά, είτε κατευθείαν ο τσιφλικάς. Πρόκειται για καπνοκαλλιεργητές, βοσκούς ή απλά εργάτες γης. Μερικοί γίνονται αγροφύλακες, τεχνίτες ή αγωγιάτες, αλλά στην πλειοψηφία τους αποτελούν ένα εξαθλιωμένο αγροτικό προλεταριάτο, που αμείβεται σε είδος (σιτάρι και παπούτσια) και βρίσκεται σε πολύ χειρότερη μοίρα από τους κολίγους.
ΜΙΚΡΟΪΔΙΟΚΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΤΣΙΦΛΙΚΑΔΕΣ
Όπως και επί Τουρκοκρατίας, έτσι και μετά το 1881, υπήρχαν μικροϊδιοκτήτες, οι οποίοι είτε δεν μπήκαν στον τσιφλικικό ζυγό είτε απαλλάχτηκαν από αυτόν, αγοράζοντας χωράφια από τους τσιφλικάδες. Σύμφωνα με στατιστική του Εμπορικού Συλλόγου Βόλου (1907), γεωργοί εξαγόρασαν (από το 1881 έως το 1907), 165 τσιφλίκια (ολόκληρα ή τμήματα αυτών), όπως π.χ. στον Αετόλοφο Αγιάς, το Ομόλιο, το Σταυρό Φαρσάλων κ.ά.
Κολίγοι (με ή ελάχιστη οικονομική δυνατότητα), δανείζονται για να αγοράσουν γη από ξεπεσμένους τσιφλικάδες, με αποτέλεσμα να βρεθούν χρεωμένοι, καθώς οι δόσεις και οι φόροι ήταν δυσβάστακτοι. «Σαν ιδιοκτήτες οι φτωχοί αγρότες, φορτωμένοι με βάρη δυσανάλογα με τη γη που αγόραζαν, αποτέλεσαν αργότερα την πλατιά εκείνη κατηγορία των χρεωμένων μικροϊδιοκτητών, που κατέβαιναν σε κοινό μέτωπο με τους ακτήμονες σε συλλαλητήρια και στις μαύρες σημαίες τους είχαν κρεμασμένο το λαγοπόδαρο που χρησιμοποιούσαν τα δασκαλούδια για να σβήσουν το μαυροπίνακα – σύμβολο πως τέτοιο σκούπισμα ζητούσαν να πάρουν και τα χρέη τους», σημειώνει ο Ζήσης Σκάρος.
Από την άλλη είναι οι τσιφλικάδες. Το τσιφλίκι πρωτοεμφανίστηκε στην οθωμανική αυτοκρατορία το 17ο αι., αναπτύχθηκε δε ιδιαίτερα στον 19ο. Στην αρχή όλοι οι τσιφλικάδες ήταν Οθωμανοί, κυρίως Τούρκοι αλλά και Τουρκαλβανοί. Μετά βρίσκουμε Έλληνες ή Εβραίους. Είναι πλούσιοι από τα Ιόνια νησιά, γιατροί και δικηγόροι, ακόμη κι ένας καθηγητής Πανεπιστημίου της Αθήνας. «Αυτοί ούτε ήξεραν πώς είναι το τσιφλίκι, ούτε πήγαν ποτέ τους. Όλα τα κανόνιζε ο επιστάτης, ο οποίος σίγουρα έκλεβε τους κολίγους αλλά και τους νεόκοπους τσιφλικάδες. Μια άλλη κατηγορία τσιφλικάδων δημιουργήθηκε από τους Έλληνες της διασποράς (Ρωσία, Ρουμανία, Τουρκία), άνθρωποι προοδευτικοί γιατί έφεραν μηχανήματα, νέους σπόρους και άλογα-θεριά από το εξωτερικό. Μια τρίτη κατηγορία αναδύθηκε από την τάξη των κολίγων. Αυτοί δεν είχαν ανάγκη ούτε από επιστάτη, ούτε από πολλούς αγροφύλακες. Ήταν οι στυγνότεροι εκμεταλλευτές», σύμφωνα με τον Πηλέα Διαμαντόπουλο.
ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΕΣ
Σύμφωνα με τον Κων. Τσουκαλά, οι τσιφλικάδες δεν είναι απλά μια νέα τάξη μεγαλοϊδιοκτητών, αφού μια μεγάλη πλειοψηφία προέρχεται από τους κύκλους του παροικιακού κεφαλαίου που είχαν αρχίσει από το 1873 να διεισδύουν στον ελλαδικό οικονομικό χώρο. Οι Ζαρίφης, Ζάππας, Ζωγράφος, Σκυλίτσης, Στεφάνοβικ, Καραπάνος, Μπαλτατζής, Συγγρός κ.ά., οι οποίοι έδωσαν αποφασιστική ώθηση στις χρηματιστικές και τραπεζικές δραστηριότητες, είναι οι ίδιοι που αγοράζουν από τους Τούρκους τα περισσότερα και μεγαλύτερα τσιφλίκια.
Υπάρχουν όμως κι άλλοι: «...Διοικητικοί υπάλληλοι, νομάρχες, δικαστικοί μέχρι και ανώτατοι, βουλευτές και υπουργοί, αδέκαροι όντες οι περισσότεροι, βρέθηκαν «νέοι τσιφλικάδες εκ περιστάσεως» και δημιούργησαν «νέα τζάκια». Κι έγιναν οι χειρότεροι ιδιοκτήτες», σύμφωνα με τον Λάζαρο Αρσενίου.
ΕΞΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΜΟΙ
Οι εξώσεις ήταν το κυριότερο πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι κολίγοι, μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Άρτας το 1881, ένα θέμα το οποίο δεν υφίστατο επί Τουρκοκρατίας. Οι εξώσεις απέκτησαν και επίσημο χαρακτήρα το 1899, με το νόμο της κυβέρνησης Θεοτόκη «περί εξώσεως δυστροπούντων ενοικιαστών». Πενήντα τέσσερις οικογένειες στα Μεγάλα Καλύβια Τρικάλων, στην προσπάθειά τους να εμποδίσουν τη μαζική έξωσή τους, απευθύνονται με αναφορά στον βασιλιά Γεώργιο και αυτοαποκαλούμενοι Χριστιανοί του θεσσαλικού κάμπου, εκλιπαρούν: «Είναι 17 χρόνια που ακούσαμε πως ο τόπος εδώ έγινε ελληνικός και πως εγίναμεν υπήκοοι της μεγαλειότητός σου. Ημείς όμως τίποτε από αυτά δεν είδαμεν ακόμα. Είδαμεν μονάχα πως έφυγαν οι πασάδες και οι Τούρκοι, αλλά τώρα είμαστε σκλάβοι εις τους μπέηδες και σε άλλα αφεντικά που μας τυραννούν πολύ περισσότερο τώρα παρά όταν είχαμε τους πασάδες», γράφουν. Πράγματι η ζωή για τους κολίγους ήταν χειρότερη από εκείνη των πατεράδων τους επί Τουρκοκρατίας. Όσοι δεν ανέχονται τον εξευτελισμό φεύγουν στην Αμερική και αλλού, ενώ εκείνοι που δεν είχαν τα ναύλα για το ταξίδι έπιασαν τα βουνά προτιμώντας λίγη αλλά υποφερτή ζωή. Έτσι δημιουργήθηκαν οι Τσιτσούληδες, ληστές εκείνης της περιόδου, γράφει η Καίτη Αρώνη-Τσίχλη.
Επί των εξώσεων, σύμφωνα με τον Κ. Βεργόπουλο θεμελιώθηκε η συγκρότηση των σύγχρονων τσιφλικιών. Οι εξώσεις δεν είχαν όμως μόνο οικονομικές συνέπειες σε βάρος των κολίγων οι οποίοι καθίστανται σκλάβοι του ιδιοκτήτη αλλά και πολιτικές, αφού αναγκάζονταν να ψηφίζουν τους τσιφλικάδες ή τους αχυρανθρώπους τους.
«Διά της εξώσεως, παρατηρεί ο Σοφ. Τριανταφυλλίδης, ο λαός της Θεσσαλίας υποδουλώνεται εις τους 40 ιδιοκτήτες γής. Εάν ο κολίγος δεν ψηφίσει τον βουλευτήν ή τον δήμαρχον του ιδιοκτήτου ουαί εις αυτόν...».
Την απάντηση στο πώς εκλέγονταν οι περισσότεροι τσιφλικάδες ή τα όργανά τους στη Θεσσαλία, όπου ο μισός πληθυσμός ήταν αγρότες, τη δίνει ο Λάζαρος Αρσενίου: «Με τη βία. Οι εκλογές τότε, με «σφαιρίδια» και ξεχωριστή για κάθε ψηφοφόρο κάλπη, ήταν ολοφάνερες. Ο ψηφοφόρος αδυνατούσε να κρύψει τι ψηφίζει. Οι τσιφλικάδες ανέθεταν στους επιστάτες τους και σε άλλους μπράβους να οδηγήσουν αγεληδόν τους κολίγους και με την απειλή της έξωσης επέβαλλαν να ψηφίζουν φανερά, όποιον εκείνοι ήθελαν».
«ΣΟΦΑΔΕΣ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ»...
Ήταν δε τέτοιος ο εξευτελισμός ώστε ο κολίγος δεν μπορούσε να απομακρυνθεί από το κτήμα χωρίς γραπτή άδεια του ιδιοκτήτη. Ο επιστάτης, σύμφωνα με τον Σπ. Παγανέλη, υποχρέωνε τους κολίγους «να εργάζονται τις Κυριακές, να μη συνάπτουν γάμους, να αρνούνται τη φιλοξενία, να μη βρίσκονται στους δρόμους μετά τη δύση του ηλίου και άλλα τέτοια, ενώ αντιγράφοντας τον Λουδοβίκο ανέγραψε το «Σοφάδες είμαι εγώ»!
Αποκορύφωμα του εξευτελισμού τα όσα χαρακτηριστικά αναφέρει ο Πηλέας Διαμαντόπουλος για το «δικαίωμα της πρώτης νύχτας»: «Και τα ανύπαντρα κορίτσια να ξεπαρθενεύει τ΄ αφεντικό κι ύστερα να τα παντρεύει κι οι παντρεμένες να συγυρίζουνε το κονάκι του και να του κάνουνε τα κέφια. Αφεντικό κι επιστάτης είχαν αυτά τα δικαιώματα και κανένας δεν επιτρεπότανε να ξεφυλλίσει ψύλλους στ΄ άχυρα για αυτά τα ζητήματα...».
ΕΛΟΝΟΣΙΑ
Τέλος, στις συνθήκες ζωής στην ύπαιθρο πρέπει να συμπεριληφθούν και οι μάστιγες των ασθενειών και κυρίως της ελονοσίας, λόγω των λιμναζόντων νερών. «Ο άνθρωπος της Μεσογείου, γράφει ο Φερνάντ Μπροντέλ, βρισκόταν πάντα σε διαρκή αγώνα με τον κάμπο», το ημέρωμα του οποίου υπήρξε δυσκολότερο από εκείνο του βουνού. Ο θεσσαλικός κάμπος λοιπόν ήταν πολύ εύφορος όταν δεν κατακλύζονταν από τα νερά, αλλά ένας τόπος άξενος, εχθρικός για τον άνθρωπο όταν κυριαρχούσαν τα έλη.
«Κι όπως εσύ ο ξένος, γράφει ο Διαμαντόπουλος, βλέπεις αυτόν τον καραγκούνη όξω από τον οντά, ξαπλωμένον να μην σηκώνει το κεφάλι ούτε για να σου πει μια καλημέρα, σκέφτεσαι από μέσα σου:
- Μωρέ τι τεμπέλης κόσμος είναι τούτος δω!
- Να ‘ξερες πόσο άδικο έχεις...».
eleftheria.gr