ΓΤΤ


Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

tirnavosnews.gr: Η ΦΑΛΛΟΛΑΤΡΕΙΑ ΣΤΟΝ ΤΥΡΝΑΒΟ

MPRE-1
Έχουμε σήμερα την ξεχωριστή χαρά να παρουσιάσουμε σε κάθε συνδημότη αλλά και σε κάθε ειδικό ερευνητή μία σπουδαία διπλωματική εργασία του συμπολίτη μουσικολόγου-ερευνητή κ. Κώστα Μαντέ η οποία έγινε σε συνεργασία με το Κέντρο Βαλκανικής Μουσικής και την ευγενική χορηγία του συλλόγου ''Γαϊτανάκι-Μπουρανί''. Πρόκειται για την εργασία με τιτλο ΟΙ ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΚΑΙ Η ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΣΤΟΝ ΤΥΡΝΑΒΟ η οποία διερευνά , αναδεικνύει και συντηρεί ως τις μέρες μας έναν πολύτιμο διαλεκτολογικό-ιδιωματικό

γλωσσικό πλούτο με το κορυφαίο τοπικό έθιμο το γνωστο σε όλο τον κόσμο ΜΠΟΥΡΑΝΙ.
"Το κεφάλαιο που αφορά στις μεταγραφές των τραγουδιών έχει σκόπιμα αποκοπεί. Για περισσότερες λεπτομέρειες επικοινωνήστε με τον κ Κ. Μαντε στο τηλέφωνο 6947-230 179
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τα έθιμα και οι παραδόσεις αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι στην ιστορία μιας κοινωνίας. Είναι εκείνα τα στοιχεία που κρατούν ζωντανές στην μνήμη μας τις ενέργειες των προγόνων μας πάνω σε διάφορα θέματα, πιστοποιώντας, αν μη τι άλλο, τις ρίζες και την προέλευσή μας. Το έθιμο Μπουρανί, την ημέρα της Καθαρής Δευτέρας, είναι ένα από αυτά τα έθιμα που έκαναν ξακουστό τον Τύρναβο. Μία πόλη φτωχή σε τραγουδιστική παράδοση, πλούσια όμως σε έθιμα και παραδόσεις.
MPRE-2
Όσο κι αν οι κοινωνικές συνθήκες έχουν διαφοροποιηθεί και τα έθιμα τις περισσότερες φορές έχουν χάσει τους λόγους ύπαρξης τους, κάποιες «παρέες μερακλήδων» και κάποιοι πολιτιστικοί σύλλογοι τα διατηρούν και τα αναβιώνουν με πολύ ζήλο.

Μεγαλώνοντας σε ένα περιβάλλον που ευνόησε και ενθάρρυνε τη συμμετοχή στα κοινά, ασχολήθηκα με το έθιμο του Μπουρανί από πολύ νεαρή ηλικία. Άλλωστε είναι ένα έθιμο του τόπου στον οποίο μεγάλωσα και θεωρούσα υποχρέωσή μου να διασώσω, γραπτά, τον χαρακτήρα του εθίμου, να διαλευκάνω πολλές παρεξηγημένες καταστάσεις και φυσικά, να καταγράψω τα μουσικά κείμενα που ακούγονται στον Τύρναβο, αυστηρά, μία φορά το χρόνο, την περίοδο της Αποκριάς και πολύ περισσότερο την Καθαρή Δευτέρα.
Λόγω της καταγωγής μου, η έρευνά μου, ή έστω ένα σημαντικό μέρος αυτής, βασίστηκε στην επιτόπια παρατήρηση και στην ενεργή συμμετοχή μέσω των πολιτιστικών συλλόγων και των φορέων της πόλης στα δρώμενα τα οποία πλαισιώνουν κάθε χρόνο το Μπουρανί.
Εμβαθύνοντας στο θέμα, μπορεί κανείς να πει ότι το βέβηλο και άσεμνο είναι μια πτυχή του λαϊκού μας πολιτισμού που ελάχιστα έχει ανιχνευθεί και μελετηθεί και που επί δεκαετίες, η υποκριτική αστική ηθική και η σεμνοτυφία των κατοίκων των πόλεων την αποσιώπησε και την αγνόησε, παραποιώντας την αλήθεια κάποιων συγκεκριμένων πολιτισμικών φαινομένων. Αν λοιπόν επισκεφτείτε τον Τύρναβο, μην ξαφνιαστείτε από τα πειράγματα και μην παρεξηγηθείτε αν κάποιος σας δώσει να φιλήσετε κάποιο φαλλικό ομοίωμα.
Θεωρώ χρέος μου να ευχαριστήσω θερμά όσους συνέβαλαν στη συγκέντρωση του υλικού, όλους εκείνους, που σ' αυτή την αναζήτηση με βοήθησαν με κάποιον τρόπο. Θα ήταν, βέβαια, πολύ δύσκολο να αναφερθούν όλοι ονομαστικά. Ωστόσο, ήταν όλοι πρόθυμοι να βοηθήσουν οποιαδήποτε στιγμή. Υπήρξαν άνθρωποι που άνοιξαν τα σπίτια τους και δέχτηκαν με χαρά να συμβάλλουν στη συλλογή υλικού για την εργασία αυτή.
Σ' αυτό το σημείο θα ήθελα να ευχαριστήσω τα μέλη του Πολιτιστικού Συλλόγου Τυρνάβου και ιδιαίτερα τον πρόεδρό του Φίλιππο Λιάνο, τον Τίτο Χαλούλη και το μαέστρο Νίκο Ευθυμιάδη που δέχτηκαν να τραγουδήσουν το υλικό των μεταγραφών της εργασίας και να μεταδώσουν τις εμπειρίες τους σε σχέση με το έθιμο όλα αυτά τα χρόνια.
Ευχαριστώ το μαθηματικό Στέλιο Χατζηκράχτη και τον ιστορικό ερευνητή Κώστα Σπανό που από τα πρώτα βήματα της εργασίας μου, με βοήθησαν δίνοντάς μου κατευθύνσεις για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να εργαστώ. Επίσης θα πρέπει να αναφερθώ στους φίλους μου, συμφοιτητές και, πλέον, συναδέλφους Άκη Ευθυμίου, Τόλη Χριστομάνο και Κώστα Μαργαρίτη που με τον τρόπο τους κατάφεραν να με εμψυχώνουν σε κάθε δύσκολη στιγμή και στη Νάνσυ Στεργιάκη, η οποία ξενύχτησε βοηθώντας στο κεφάλαιο της καταγραφής των μεταγραφών σε ηλεκτρονική μορφή.
FALOLATREIA
Τελευταίους αφήνω τους γονείς και στενούς συγγενείς μου, οι οποίοι τα τελευταία τρία χρόνια που διήρκησε η συλλογή του υλικού στάθηκαν δίπλα μου σε κάθε δυσκολία που αντιμετώπιζα.
Τελειώνω υπενθυμίζοντας πως δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι τα μπουρανίτικα τραγούδια, μέσα στο λαϊκό δρώμενο, υποδηλώνουν την καταλυτική παρουσία φυσικών και υπερφυσικών δυνάμεων και η συνύπαρξή τους με το έθιμο αποτελεί καταλυτική προϋπόθεση για την κοινότητα. Αυτά τα «άτεχνα» ψήγματα στιχοπλοκίας δηλώνουν την αμφιθυμία και αμφισημία του ελληνικού συναισθήματος. Εδώ η ποίηση δεν έχει την πρόθεση να αναδείξει τις αρετές της, αλλά να υπερβεί κανόνες και να κεντρίσει το αισθητήριο. Η μουσικοποιητική φόρμα δεν φιλοδοξεί αυτονομία και πρωτοτυπία. Η μουσική ακολουθεί τα χνάρια της ποίησης και η ποίηση λέει τα πράγματα τόσο καθαρά, όσο δεν γίνεται καθαρότερα
"Naturalia non sunt turpia" -
«Τα φυσικά πράγματα δεν είναι αισχρά»
1.1. ΘΕΣΣΑΛΙΑ
Τον 11ο αι. π.Χ. κατέβηκαν στην Θεσσαλία τα ορεινά ελληνικά φύλα των Θεσσαλών και των Περραιβών και εγκαταστάθηκαν μόνιμα. Οι Θεσσαλοί κατέλαβαν τις πεδινές εκτάσεις, ενώ οι Περραιβοί τις ημιορεινές και ορεινές. Το ομόσπονδο κράτος των Θεσσαλών με το κοινό των Θεσσαλών είχε πρωτεύουσα την Λάρισα. Το Κοινό των Περραιβών υποτάχθηκε με την πάροδο του χρόνου από τους Θεσσαλούς. Το καθεστώς του θεσσαλικού ζυγού διατηρήθηκε μέχρι το 457 π.Χ., χρονιά κατά την οποία ο μακεδόνας βασιλιάς Φίλιππος Β', υπήγαγε την Περραιβία στην Μακεδονία. Από το κράτος των Μακεδόνων αποχωρίσθηκε το 197 π.Χ., όταν ο βασιλιάς Φίλιππος Ε' νικήθηκε από τον ρωμαίο ύπατο Τίτο Φλαμινίνο κοντά στην Σκοτούσσα. Το 146 π.Χ. η περιοχή κατακτήθηκε εκ νέου από τους Θεσσαλούς αλλά από το 27 π.Χ., επί του αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου, μετατράπηκε μαζί με την υπόλοιπη Θεσσαλία σε συγκλητική επαρχία και οι πόλεις της μεταβλήθηκαν σε πολίχνες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.[1] Στη συνέχεια γνώρισε επιδρομές από Ούννους, Γότθους, Σλάβους, Βούλγαρους, Νορμανδούς, έγινε πεδίο συγκρούσεων των Φράγκων, γνώρισε τη Δεσποτεία της Ηπείρου, τη βυζαντινή κυριαρχία και εισβολές Αλβανών και Σέρβων ως το 1393 που κατακτήθηκε από τους Τούρκους.[2]
Το όνομα της Θεσσαλίας είναι σχεδόν ταυτόσημο με την πεδιάδα. Κι αυτό είναι φυσικό, αφού ο κάμπος της αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος της γεωγραφικής της έκτασης και το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της από οικονομική άποψη.[3] Μέχρι και τον 19ο αιώνα ο πληθυσμός της Θεσσαλίας είναι αποτραβηγμένος στα γύρω βουνά.[4] Ο Απ. Βακαλόπουλος, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Οι συνεχείς μετατοπίσεις ανατρέπουν τις φυσιολογικές αναλογίες κατανομής του ελληνικού πληθυσμού κατά τόπους (...), η πεδιάδα γίνεται η κατοικήσιμη περιοχή των Τούρκων και το βουνό των Ελλήνων (...)».[5]
1.2. ΤΥΡΝΑΒΟΣ
1.2.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η πόλη που σήμερα έχει 15.000 περίπου κατοίκους, είναι κτισμένη σε μια εύφορη πεδιάδα στις παρυφές της Μελούνας, στο Λουσφάκι, σε υψόμετρο 80 μ. και απέχει 16 χλμ. ΒΔ της Λάρισας. Δίπλα της, προς τα ΒΔ, διέρχεται ο Τιταρήσιος ή Ξηριάς ενώ προς τα ΒΑ βρίσκεται η Βρύση της Αγίας Άννας με το υδραγωγείο και λίγα χιλιόμετρα πιο ΒΑ το ποτάμι Μάτι.[6]
Το κλίμα της περιοχής είναι μεσογειακό με ψυχρό χειμώνα και ζεστό καλοκαίρι. Το εσωτερικό οδικό δίκτυο της πόλης είναι ασφαλτοστρωμένο, ενώ σε πολλά σημεία διατηρεί τον παλιό χαρακτήρα με τα στενά δρομάκια, τα «καλντερίμια» και τα παραδοσιακά σπίτια. Η οικονομική κατάσταση θεωρείται ικανοποιητική. Έχει σύγχρονο οινοποιείο, διάφορες βιοτεχνίες, πολλά τυροκομεία και μεγάλη αλευροβιομηχανία. Η εκτεταμένη αμπελοκαλλιέργεια και καλλιέργεια οπωροφόρων έχουν συγκεντρώσει αρκετό εργατικό δυναμικό σε σημείο που να παρουσιάζει ραγδαία πληθυσμιακή ανάπτυξη και να κατατάσσεται στις πιο εύρωστες οικονομικά πόλεις της Θεσσαλίας.
Η κοινωνική ζωή είναι έντονη και η πολιτιστική εικόνα της πόλης αξιόλογη. Υπάρχουν πολλοί πολιτιστικοί φορείς με σημαντική δραστηριότητα.
Ο Τύρναβος είναι σήμερα γνωστός για το τσίπουρο, το ούζο, τα κρασιά, τα σταφύλια και τα τυροκομικά προϊόντα. Οι κάτοικοί του, ζουν διακριτικά, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Φώτα που ανάβουν όμως για τα καλά την περίοδο της Αποκριάς. Επισκέπτες από όλη την Ελλάδα φτάνουν στην πόλη για να διασκεδάσουν και να δουν τις αποκριάτικες εκδηλώσεις που διαρκούν τρεις βδομάδες. Αποκορύφωμα αυτών είναι η παρέλαση των καρναβαλιστών την τελευταία Κυριακή και το Μπουρανί της Καθαρής Δευτέρας.
1.2.2. Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΤΥΡΝΑΒΟΥ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ
Η ανθρώπινη παρουσία στην ευρύτερη περιοχή ξεκινά ήδη από την πρώιμη παλαιολιθική περίοδο, και συνεχίζεται στη νεολιθική, χάλκινη, κλασική και βυζαντινή εποχή φτάνοντας μέχρι σήμερα. Συγκεκριμένα, η σημερινή θέση της πόλης και η ευρύτερη περιοχή της επιλέχθηκε για πρώτη φορά ως μόνιμος τόπος εγκατάστασης στη νεολιθική και στη χάλκινη εποχή.[7] Η ύπαρξη δέκα οικισμών της νεολιθικής εποχής, γύρω από τον σημερινό οικισμό, αποτελεί αδιάψευστο τεκμήριο της αρχαιότητας και της πυκνότητας της κατοίκησης.[8]
Για τη Μεσαιωνική εποχή, οι μαρτυρίες που αφορούν στη Θεσσαλία είναι ελάχιστες. Η ευρύτερη περιοχή του Τυρνάβου κατοικείται αυτήν την εποχή, όπως έδειξαν τα διάφορα επιφανειακά ευρήματα, κυρίως όστρακα αγγείων και πιάτων.[9]
Στη μακρόχρονη πορεία της, η περιοχή δέχτηκε μεγάλο όγκο πληθυσμών, εξαιτίας της εξωτερικής και εσωτερικής μετανάστευσης. Το εύφορο έδαφος της περιοχής προσέλκυσε διάφορες ομάδες: Παρολύμπιους, Επταχωρίτες, Πενταλοφίτες, Τσοτιλιώτες, Μπαμπουργιώτες, ομάδες από τη Σιάτιστα, τα Ζαγοροχώρια, την Πελοπόννησο, Σαρακατσάνους, Βλάχους – Σαμαρινιώτες και Καστανιώτες – Τσαριτσανιώτες, Γκραβαρίτες και διάφορες άλλες ομάδες που συνέρευσαν για οικονομικούς λόγους και έμειναν μόνιμα.[10]
1.2.3. Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΤΥΡΝΑΒΟΥ
Εκείνο που εξ' αρχής πρέπει να τονιστεί είναι ότι ο Τύρναβος είναι πόλη βυζαντινή.[11] Η γραπτή μαρτυρία για την ύπαρξη του Τυρνάβου στα μέσα Βυζαντινά χρόνια αφορά σε αγιολογικό κείμενο του 10ου αιώνα, στο χειρόγραφο «Βίο του Αγίου Νικολάου του Νέου του εν Βουναίνη» που περιέχεται αντιγραμμένος στον κώδικα 94 της Ζωοδόχου Πηγής της Άνδρου (φ. 53α-59β) και είναι μέχρι σήμερα ανέκδοτος.[12] Επίσης, σε έγγραφα θεσσαλικών μοναστηριών κατά τον 13ο αι. αναφέρεται το χωριό Τρίνοβος ή Τρίνοβον, ονομασία που διατηρήθηκε μέχρι τον 16ο αι., οπότε τελικά επικράτησε το όνομα Τύρναβος, που παλαιότερα λεγόταν Παλιοχώρι.[13]
Ο Τύρναβος, από την πρώτη εμφάνισή του στις ιστορικές πηγές, αναφέρεται σαν ελληνική πόλη με το ελληνικό στοιχείο σε έντονη παρουσία. Αυτό κράτησε μάλιστα σε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας και έτσι αναφέρεται από όλους όσοι επισκέφθηκαν τον Τύρναβο, έλληνες και ξένους περιηγητές και ταξιδιώτες.[14]
Κατά το 1396 ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ, έπειτα από πρόσκληση των Επισκόπων Ζητουνίου και Σαλώνων, επειδή είχαν προστριβές με τους Λατίνους Επισκόπους, μπήκε στη Θεσσαλία και την κατέλαβε χωρίς καμία αντίσταση. Επειδή οι γιοι του Βαγιαζήτ έριζαν, ο Σουλτάνος αναγκάστηκε να παραχωρήσει τη Θεσσαλία και πάλι στο Βυζάντιο.[15] Τέλος η Θεσσαλία θα καταληφθεί από τον στρατάρχη Τουραχάν το 1423 μ.Χ. Ο κατακτητής της Θεσσαλίας, εγκατέστησε 5-6 χιλιάδες εμπειροπόλεμους τούρκους μικρασιάτες για να εξασφαλίσει τις βορείως του Τυρνάβου περιοχές από τις επιθέσεις των ορεινών ελληνικών σωμάτων[16] και «συνοικίζει τον Τύρναβο με τη γνωστή επίκαιρη θέση του ως προς την επικοινωνία του με τη Λάρισα και το Σαραντάπορο και κατορθώνει να του παραχωρηθούν μεγάλα προνόμια».[17] Επίσης, επαναφέρει τον σκορπισμένο πληθυσμό του, που για λόγους ασφαλείας είχε καταφύγει σε ορεινά κρησφύγετα και τους παραχωρεί προνόμια ώστε να επιστρέψουν στις παλιές εργασίεςMPRE-3 τους.[18] Παραδόξως, οι Τούρκοι έποικοι αποτέλεσαν στοιχείο προοδευτικό και ειρηνικό, ζώντας αρμονικά με τους χριστιανούς κολίγους.[19] Δόθηκαν ονόματα Τουρκικά στους οικισμούς του Θεσσαλικού κάμπου αλλά δεν παρατηρήθηκαν βίαιοι εξισλαμισμοί.[20]
Το τοπωνύμιο, κατά τον Οικονόμου εξ Οικονόμων, είναι σλαβικής προέλευσης και σημαίνει αγκαθότοπος. Αυτό το όνομα έδωσαν οι Σλάβοι που κατοίκησαν την περιοχή τον 7ο-8ο αιώνα, ιδρύοντας ποιμενικό οικισμό.[21] Αντίθετα, ο Ν. Γεωργιάδης ετυμολογεί τον Τύρναβο από ένα ψάρι του Τιταρήσιου που τουρκικά ονομαζόταν «τούρνα».[22] Όμως, κατά την επιστημονική γλωσσολογική άποψη του Γερμανού γλωσσολόγου M. Vasmer, το τοπωνύμιο έχει ασφαλώς σλαβική ρίζα και σημαίνει «αγκαθότοπος», που εντοπίζεται στις νοτιοανατολικές πλευρές της Μελούνας.[23]
1.2.4. ΑΚΜΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΟΥ ΤΥΡΝΑΒΟΥ
Σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας ο Τύρναβος κατάφερε να εξελιχθεί σε μεγάλο πνευματικό, θρησκευτικό και οικονομικό κέντρο. Η πόλη, λόγω της στήριξης από τον ιδρυτή και των πολλών προνομίων που έτυχε, γρήγορα αναπτύχθηκε, γέμισε πληθυσμό και γνώρισε ευημερία. Εξάλλου μεγάλη αίγλη προσέδωσε σ' αυτόν η παραμονή των Προξένων των Ευρωπαϊκών Αυλών.[24]
Ήδη, από το τέλος του 17ου και σε όλο το διάστημα του 18ου αιώνα, η πόλη βρισκόταν στην ακμή της. Τότε ιδρύθηκε η περίφημη Σχολή του Τυρνάβου (1702) στην οποία δίδαξαν διαπρεπείς Τυρναβίτες όπως ο Αναστάσιος Βασιλόπουλος, ο Αμφιλόχιος Παρασκευάς, ο Τουρναβίτης Αλέξανδρος, ο Κων/νος Κούμας και ο Στέφανος Δούγκας και άλλοι δάσκαλοι του γένους.[25]
Ο Τύρναβος οφείλει πολλά στη βιοτεχνία κόκκινης βαφής υφασμάτων και κατασκευής μεταξωτών και βαμβακερών προϊόντων. Πολλά από αυτά φυλάσσονται στο λαογραφικό μουσείο Λάρισας.[26] Από αυτές τις δραστηριότητες είχαν πλουτίσει πολλοί Τυρναβίτες και η περιοχή βρισκόταν σε μεγάλη ακμή μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα.
Το 1812 ανέλαβε τη διοίκηση της Θεσσαλίας ο περιβόητος Βελής, γιος του Αλή Πασά, που επέβαλε δεινή τυραννία στους κατοίκους της. Ο ίδιος έκτισε ένα Σαράι στη σημερινή Τούμπα το οποίο κάηκε το 1822. Με την έκρηξη της ελληνικής Επανάστασης του 1821 ξεχάστηκαν τα προνόμια και η πόλη έγινε κέντρο διερχομένων, από την Μακεδονία, τουρκικών στρατευμάτων προς καταστολή των διαφόρων επαναστατικών κινημάτων.[27]
1.2.5. ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ ΣΤΟΝ ΤΥΡΝΑΒΟ[28]
Evliya Celebi (1668), Edward Brown (1669), J. J. Bjornstahl (1779), Felix Beaujour (1797), Williams M. Leake (1806 και 1809), Henry Holland (1812), Francois Pouqueville (1815), David Urguhart (1830), J. Fallmerayer (1842), Leon Heuzey (1858)
1.2.6. Η ΠΑΝΩΛΗ (1812-13)
Σταθμός στην εξέλιξη της πόλης υπήρξε η μεγάλη επιδημία πανώλης που αφού έπληξε την Κων/πολη και τη Σμύρνη, μεταδόθηκε στα νησιά του Αιγαίου και από εκεί στη Θεσσαλία (1812-16). Αποτέλεσμα ήταν να ερημωθούν πολλές πόλεις και χωριά. Ο αριθμός των νεκρών στην πόλη έφτασε τους 8.600. Αρκετοί κάτοικοι ζήτησαν καταφύγιο σε άλλες περιοχές και έτσι ο πληθυσμός του Τυρνάβου μειώθηκε στις 4-5 χιλιάδες.[29]
Ο Γάλλος περιηγητής Pouqueville που βρέθηκε το 1815 στον Τύρναβο, δίνει την παρακάτω περιγραφή: «Ο Τύρναβος ήταν ένα απέραντο νεκροταφείο... τα περισσότερα χωριά του κάμπου φαίνονταν ερημωμένα ή θρηνούσαν τους νεκρούς τους... μονάχα μερικοί Τούρκοι μοιρολάτρες είχαν παραμείνει στη Λάρισα μαζί με τους Εβραίους που εμπορεύονταν τα πράγματα των πεθαμένων».[30]
Η ανάκαμψη άρχισε αργά υποβοηθούμενη από την προσέλευση των τσελιγκάτων της κεντρικής και νότιας Πίνδου λόγω του πολύ καλού κλίματος της περιοχής.
Για την πανούκλα δημοσιεύθηκαν διάφορα δημοτικά τραγούδια:[31]
Όλαι αι χώραι μόλεψαν κι όλαι παρηγορούνται,
η Ραψάνη και ο Τύρναβος παρηγοριάν δεν έχουν.
Πέντε χιλιάδες πέθαναν κι ακόμη αποθνήσκουν.
Καϋμένη Ραψάνη.
Τρεις χιλιάδες στον Τούρναβον κι ακόμη αποθνήσκουν.
Καϋμένε Τούρναβε.
Κλαίουν μαννούλαι για παιδιά και τα παιδιά για μάννες,
κλαίει και μια οικοκυρά η πρώτη γεροντίνα.
Την πέθαναν τρία παιδιά και τρία κοριτσάκια.
Εσείς κρυοβρυσίτσαι μου όλαι να ξεραθείτε.
Ποια θα έλθει, να πάρ' νερό, ποια θα έλθει να πλυθεί;
Όλαι αι νύφαι πέθαναν κι όλα τα κοριτσάκια,
αι ράχαι λέσια γέμισαν και τα κλαδιά ρωχίτσια.
1.2.7. Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ (1881)
Την εποχή της προσάρτησης, ο Τύρναβος παρουσίαζε όψη χωριού.[32] Η απελευθέρωσή του έγινε την 1η Σεπτεμβρίου 1881 όταν μέρος της Θεσσαλίας και η περιοχή της Άρτας προσαρτήθηκαν στην Ελλάδα με απόφαση του συνεδρίου του Βερολίνου που συνήλθε το Μάρτιο του ίδιου χρόνου από τις Μεγάλες Δυνάμεις.[33] Η επαρχία του Τυρνάβου παρουσιάζει τη μεγαλύτερη συγκέντρωση τούρκικου πληθυσμού σε σύγκριση με τις άλλες επαρχίες.[34] Ο Τύρναβος θα είναι πλέον η πλησιέστερη ελληνική πόλη στα τουρκικά σύνορα.
1.2.8. Ο ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (1897)
Ο πόλεμος αυτός άρχισε στις 5 Απριλίου (Κυριακή των Βαΐων) στην περιοχή της Μελούνας και ήταν ατυχής. Οι κάτοικοι του Τυρνάβου, βλέποντας τα στρατεύματα να υποχωρούν, εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και έφυγαν με κάθε μέσο προς τη Λάρισα.[35] Ο τουρκικός στρατός κατέλαβε τον Τύρναβο στις 12 Απριλίου 1897. Οι Τούρκοι στην προέλαση τους προέβησαν σε εμπρησμούς και λεηλασίες. Το Μάιο του 1898 οι Τούρκοι υποχώρησαν στην παλιά οροθετική γραμμή της Μελούνας και ο Τύρναβος παραχωρήθηκε εκ νέου στην Ελλάδα.[36]
1.2.9. ΟΙ ΛΗΣΤΕΣ[37]
Η περιοχή, μετά την απελευθέρωση και για πολύ καιρό έπειτα, θα μαστίζεται από τους ληστές. Υπήρξαν κλέφτες-ληστές αλλά και κλέφτες που τις λείες τους τις διοχέτευαν σε πράξεις φιλανθρωπίας. Λήστευαν πλούσιους και βοηθούσαν στην προικοδότηση φτωχών ή ορφανών κοριτσιών. Πολλές φορές προέβαιναν σε γενναίες δωρεές στις εκκλησίες. Έμειναν στην ιστορία τα ονόματα των Γιαγκούλα, Μπάμπαλη, Παπαγεωργίου, Γκαντάρα. Οι εν λόγω λήσταρχοι κυνηγήθηκαν αρκετά από αποσπάσματα της Χωροφυλακής. Εκείνο όμως που στάθηκε η χαριστική βολή γι' αυτούς ήταν η παραχώρηση αμνηστείας σε εκείνον που θα πρόδιδε ή θα σκότωνε κάποιον ληστή. Έτσι οι περισσότεροι παραδόθηκαν ή αλληλοεξοντώθηκαν.
1.3. ΑΠΟΚΡΙΕΣ
Με το άνοιγμα του τριωδίου αρχίζουν οι Αποκριές. Με την εμφάνιση του σαρανταημέρου της νηστείας πριν το Πάσχα, ακολούθησε η ανάγκη της δημιουργίας σχετικής ασματικής ποίησης και της συλλογής της σε ένα βιβλίο. Έτσι δημιουργήθηκε το εκκλησιαστικό βιβλίο Τριώδιο, το οποίο αρχικά περιείχε τρεις Ωδές. Περιλαμβάνει ιερά ποιήματα από τον 5ο έως τον 15ο αιώνα. Οι ύμνοι του ψάλλονται από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου μέχρι και το Μ. Σάββατο.[38]
Η λέξη Αποκριά, σχετίζεται με την κρεοφαγία που προηγείται της νηστείας της Μ. Σαρακοστής για το Πάσχα και κατ' επέκταση, ταυτίζεται με ολόκληρο το χρονικό διάστημα των τριών πρώτων εβδομάδων του Τριωδίου. Ο λαός τις Αποκριές αυτές τις ονομάζει Μεγάλες Αποκριές. Υπάρχει και η Μικρή Αποκριά, η οποία προηγείται των νηστειών των Χριστουγέννων, στις 14 Νοεμβρίου, γιορτή του Αγίου Φιλίππου. Αποκριά είναι και η Κυριακή των Αγίων Πάντων για τη νηστεία των Αγίων Αποστόλων, καθώς και η τελευταία ημέρα του Ιουλίου για τη νηστεία του Δεκαπενταύγουστου.[39]
Κατά μία εκδοχή η ιταλική λέξη carnavale, προέρχεται από το carne levare, που σημαίνει την άρση του κρέατος. Υπάρχει και μια διαφορετική εκδοχή σύμφωνα με την οποία η λέξη προέρχεται από το carnus navalis που σημαίνει αμαξίδιο ναυτικό, διότι στις παρελάσεις που κατά την αρχαιότητα ξεκινούσαν από την Ελευσίνα και μετέφεραν το Ιερό Πέπλο στον Παρθενώνα, μέσω της Ιεράς Οδού, παρήλαυνε και ένα μοντέλο ιερού πλοίου. Σε αρχαία αγγεία υπάρχει παράσταση του Διονύσου που κάθεται σε ένα τέτοιο τροχοφόρο αμαξίδιο.[40]
1.3.1. ΟΙ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ
Το καρναβάλι τοποθετείται χρονικά πριν από τη Μεγάλη Σαρακοστή. Είναι λοιπόν ένα είδος αποχαιρετισμού προς την διασκέδαση και την καλοφαγία που θα διακοπεί καλύπτοντας τις τρεις εβδομάδες του Τριωδίου.
ΠΡΩΤΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ: Ονομάζεται Προφωνή ή Προφωνέσιμη, γιατί σε πολύ παλαιότερες εποχές, η είσοδος στο Τριώδιο, προαναγγέλλονταν με τυμπανοκρουσίες, πυροβολισμούς και κήρυκες (ντελάληδες). «Προφωνούμαι σοι πτωχοί το σακίν σου πώλησον, την εορτήν διάμασον», διαλαλούσε ο βυζαντινός κήρυκας, παρακινώντας ακόμα και τον πιο φτωχό να προμηθευτεί τα απαραίτητα, έστω και αν γι' αυτό θα υποχρεωνόταν να πουλήσει ακόμα και το σακάκι του![41] Λέγεται και Απολυτή, γιατί δεν τηρείται η νηστεία της Τετάρτης και της Παρασκευής αλλά και επειδή μετά την είσοδό της «οι ψυχές των πεθαμένων απολύονται και βγαίνουν στον Επάνω Κόσμο».
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ: Η δεύτερη εβδομάδα λέγεται Κρεατινή. Η Τετάρτη και η Παρασκευή της δεν «κρατιούνται» (δηλ. επιτρέπεται η κατάλυση του κρέατος). Η Πέμπτη της, η Τσικνοπέμπτη, είναι μέρα που συνηθίζεται η κρεοφαγία και είχε σημασία ιδιαίτερη παλιότερα, γιατί όλα τα σπίτια έψηναν κρέας· το «τσίκνιζαν».
ΤΡΙΤΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ: Η Τρίτη Εβδομάδα λέγεται Τυρινή ή της Τυροφάγου, επειδή στη διάρκειά της επιτρέπεται η βρώση γαλακτερών προϊόντων πράγμα που είναι σύμφωνο και με τους διαιτητικούς κανόνες, αφού έτσι επιτυγχάνεται ομαλή μετάβαση από την κρεοφαγία στη νηστεία της Σαρακοστής. Η Κυριακή του Τυροφάγου, με την οποία κλείνει το Τριώδιο, λέγεται «Τρανή Αποκριά», είτε κατά παραφθορά της λέξης «Τυρινή» είτε γιατί αυτή την Κυριακή κορυφώνονται οι αποκριάτικες εκδηλώσεις. Το τελευταίο προσφερόμενο έδεσμα στο δείπνο της Τυρινής, είναι το αυγό. Λέγεται μάλιστα: «Με το αυγό κλειώ (Τριώδιο), με το αυγό να το ανοίξω (Πάσχα)».[42] Παρ' ό,τι η Καθαρή Δευτέρα που ακολουθεί είναι η πρώτη μέρα της Σαρακοστής, εντάσσεται και αυτή στον εορταστικό κύκλο της Αποκριάς.
1.3.2. ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ
Αν ρίξουμε μια ματιά στην αρχαιότητα θα δούμε καρναβάλια στην αρχαία Αίγυπτο κατά τις γιορτές τις Ίσιδος, στην αρχαία Ελλάδα στα Διονύσια, στην εβραϊκή θρησκεία στο Πουρίμ. «Το γεγονός είναι ένα: όταν πρόκειται να αλλάξουν οι εποχές και να περάσουμε από εποχή πράσινη σε αποχή άνυδρη και σκούρα ή το αντίθετο, γίνονται τελετές ούτως ώστε και με την ανθρώπινη παρέμβαση να διευκολυνθεί η φύση και να προχωρήσει στην ανθοφορία. Όταν πάλι όλα ξεραίνονται, να βοηθηθεί η διαδικασία της επαναφοράς στη ζωή. Γι' αυτό έχουμε τέτοιες γιορτές και το Σεπτέμβριο και το Μάρτιο»[43]. Επίσης, «...το Καρναβάλι δεν υμνεί μόνο την αδιάκοπη αναγέννηση της ζωής, υμνεί εξ ίσου, όσο κι αν αυτό μας φαίνεται παράδοξο, τον θάνατο, που είναι η προϋπόθεση της αναγέννησης, το λίπασμα της νέας ζωής, όπως τα σάπια φύλλα είναι το λίπασμα για την νέα βλάστηση, που είναι, αν πάμε πιο βαθιά, η προϋπόθεση της ίδιας της ζωής, αφού σε αυτό τον κόσμο ζουν μόνον τα θνητά»[44]. Αυτή την ενότητα του παλιού με το καινούργιο, της άνοιξης και του χειμώνα, της βλάστησης και της συγκομιδής (άρα του τέλους), του θανάτου και της ζωής, είχε διαισθανθεί ο λαός τραγουδώντας: «Τούτ' η γης που την πατούμε, όλοι μέσα θε να μπούμε, τούτ' η γης με τα χορτάρια, τρώει νιους και παλικάρια...».
1.3.2.1. ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Τα Βάκχεια των αρχαίων Ελλήνων και τα Κρόνια των Ρωμαίων, με τους χορούς και τις θορυβώδεις εκδηλώσεις αποτέλεσαν την αρχή της Αποκριάς. Αυτό φυσικά, δεν σημαίνει ότι μέχρι τον Μεσαίωνα δεν υπήρχε Καρναβάλι. Περί των «γελοίως κατά τας πομπάς σχηματιζομένων» γράφει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος τον 4ο αιώνα κατακεραυνώνει «την καταγέλαστον κωμωδίαν» όπου οι χριστιανοί αφανίζουν τα πρόσωπά τους και οι γυναίκες φορούν ανδρικά ενδύματα.[45] Τον επόμενο αιώνα ο Αμασείας Αστέριος αναφέρει μεταμφιεσμένους στρατιώτες να διακωμωδούν αξιωματικούς, ενώ αναφέρονται επίσης συγκεκριμένες γιορτές όπου διαπράττονταν «απρεπείς ορχήσεις», «ακολασίες», «μυσαρά θεάματα» και ο λαός «εναλλάτοντες την εαυτών φύσιν μορφήν διαβόλου ενδύονται, αιγείοις δέρμασι περιβεβλημένοι, το πρόσωπον ενηλλαγμένοι» διασκέδαζε στους δρόμους «βεβακχευμένοις άλμασι και σκηνικαίς ασχυμοσύναις».[46]
Στην Αττική των αρχαίων χρόνων από τα μέσα του χειμώνα μέχρι την άνοιξη ετελούντο προς τιμήν του Διόνυσου ή Βάκχου οι διονυσιακές ή βακχικές γιορτές. Σύμφωνα με αντιλήψεις των αρχαίων, ο Διόνυσος, σαν σύμβολο της ζωής που αναγεννάται την άνοιξη, φεύγει το χειμώνα σε χώρα μακρινή και την άνοιξη επανέρχεται διασχίζοντας με πλοίο τη θάλασσα. Το πλοίο του θεού φορτώνεται μετά σε άμαξα, για να μεταδοθεί παντού η ευετηρία (καλή χρονιά).[47]
Κατά τη διάρκεια των διονυσιακών γιορτών οι οπαδοί του Διονύσου φορούσαν δέρματα ζώων, άλειφαν το πρόσωπό τους με την τρυγία (κατακάθι του κρασιού) και στεφανώνονταν με κισσό, το ιερό φυτό του Διόνυσου. Γενικά προσπαθούσαν να έχουν τη μορφή Σατύρων που έμοιαζαν με τράγους, μια και χαρακτηριστικό των τράγων είναι η μεγάλη ροπή προς τα αφροδίσια. Έπειτα, κρατώντας έναν πελώριο «φαλλό», σύμβολο της γονιμότητας, περιφέρονταν στους δρόμους της πόλης ή του χωριού αισχρολογώντας στους συντοπίτες τους. Οι φαλλοφόροι ήταν στεφανωμένοι με πολλά κλαδιά και λουλούδια και είχαν επικεφαλής έναν μουτζουρωμένο με καπνό που κρατούσε το φαλλό. Όλες αυτές οι πομπές συνοδεύονταν από τραγούδια και οι φαλλοφόροι ξεχώριζαν ορισμένους από τους θεατές, για να τους περιλούσουν με την κοροϊδία τους.[48]
Συγκεκριμένα προς τιμήν του Διονύσου τελούνταν τέσσερις γιορτές: α) Τα μικρά ή κατ' αγρούς Διονύσια, β) Τα Λήναια, γ) Τα Ανθεστήρια και δ) Τα μεγάλα ή εν άστει Διονύσια:[49]
Α) Τα μικρά ή κατ' αγρούς Διονύσια: Γιορτάζονταν το μήνα Ποσειδεώνα (18 Δεκεμβρίου – 17 Ιανουαρίου) και διαρκούσαν μια μέρα. Στη γιορτή αυτή, τελούνταν οι κώμοι, δηλαδή τα ξεφαντώματα και τραγουδιόνταν τα φαλλικά. Οι συμμετέχοντες έτρωγαν ξερά σύκα και γίδα, έπιναν κρασί, στεφανώνονταν με κλαδί αμπελιού και κρατούσαν φαλλό.[50]
Β) Τα Λήναια: Γιορτάζονταν το μήνα Γαμηλιώνα ή Ληναιών (18 Ιανουαρίου – 17 Φεβρουαρίου). Κατά τη διάρκεια της γιορτής τελούνταν γιορτές για τις μνηστευμένες γυναίκες, που μυούνταν στα διονυσιακά μυστήρια στο ιερό του Διόνυσου, που λεγόταν Λήναιο. Χόρευαν εκεί αναμαλλιασμένες τους γεμάτους έκσταση χορούς.[51] Ήταν οι Μαινάδες (ή Βάκχες ή Θυιάδες) που κρατούσαν στο χέρι τον αναμμένο πυρσό και στο άλλο τον θυσό – ένα ραβδί στολισμένο με αμπελόφυλλα και κισσό μ' ένα κουκουνάρι στην άκρη και έπεφταν σε υστερία: έτρεχαν μέσα στο σκοτάδι και στο κρύο, ενώ τα τύμπανα και ο αυλός συνόδευαν τους έξαλλους χορούς τους, ώσπου να σωριαστούν εξαντλημένες στο χώμα. Ακόμα, με την πίστη πως ο Διόνυσος είχε ενσαρκωθεί σε ζώο, στην επιθυμία τους να κοινωνήσουν μαζί του, όποιο αγρίμι έβρισκαν στις λαγκαδιές του Παρνασσού χύνονταν και το έπιαναν, το έσχιζαν με τα χέρια και έτρωγαν τις σάρκες του ωμές.[52] Ήταν η γιορτή της γυναίκας, θα έλεγε κανείς, για την αρχαιότητα.
Γ) Τα Ανθεστήρια:[53] Τελούνταν το μήνα Ανθεστηριώνα (18 Φεβρουαρίου – 17 Μαρτίου) και κρατούσαν τρεις μέρες. Τη δεύτερη μέρα γινόταν πομπή που συνόδευε το Διόνυσο, ανεβασμένο σε ένα άρμα που είχε σχήμα πλοίου με τα μέλη της ακολουθίας να φορούν μάσκα. Στα σημερινά χρόνια υποκατάστατο του Διόνυσου θεωρείται ο βασιλιάς Καρνάβαλος. Η Τρίτη μέρα λεγόταν «Χύτροι» και είχε χαρακτήρα τελείως διαφορετικό, ήταν αφιερωμένη στους νεκρούς και στους ετοιμοθάνατους. Γι' αυτό ετοίμαζαν μέσα σε πήλινες χύτρες ένα χυλό από χόρτα και διάφορους σπόρους. Αυτό το φαγητό λεγόταν «πανσπερμία» και έπρεπε να φαγωθεί, όπως πίστευαν, από τις ψυχές των νεκρών, προτού νυχτώσει.
Δ) Τα μεγάλα ή εν άστει Διονύσια:[54] Γιορτάζονταν τον μήνα Ελαφηβολιώνα (18 Μαρτίου – 17 Απριλίου). Ήταν η πιο λαμπρή απ' όλες τις γιορτές του Διονύσου και η διάρκειά της ήταν επτά μέρες.
1.3.2.2. ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ[55]
Οι περισσότερες από τις διονυσιακές γιορτές και έθιμα των αρχαίων Ελλήνων πέρασαν στο Βυζάντιο και έφτασαν μέχρι τα χρόνια μας. Σ' αυτό βοήθησε και η ανεξιθρησκία που προήλθε από το διάταγμα των Μεδιολάνων (313 μ. Χ.). Επίσης, πολύ συντέλεσε στη διάδοση των ειδωλολατρικών εθίμων και ο αυτοκράτορας Ιουλιανός που τάχθηκε υπέρ της ειδωλολατρίας.
Ο Θεοδόσιος κυρίως και ο Ιουστινιανός αργότερα, με τα πολύ σκληρά μέτρα που πήραν και τους σχετικούς κώδικες διατάγματα, προσπάθησαν να καταπνίξουν τα ειδωλολατρικά έθιμα, φτάνοντας μάλιστα και σε ακραίες καταστάσεις (σφαγές).
Κατά τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου, οι Αποκριές γιορτάζονταν στον Ιππόδρομο. Στις εκδηλώσεις που γίνονταν δεν έπαιρναν μέρος μόνο οι πλούσιοι, αλλά και ο απλός λαός.
Πάντως το δυναμικό ξεπήδημα του Καρναβαλιού, στη μορφή τουλάχιστον που εξακολουθεί να επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας, έγινε το Μεσαίωνα.
1.3.2.3. ΣΗΜΕΡΑ
mpourani-kazani
Ο αστικός εορτασμός της Αποκριάς, γνωστός ως Καρναβάλι, διαμορφώθηκε αρχικά με ψυχαγωγικούς σκοπούς. Στην ύπαιθρο, ο εορτασμός διατηρεί ένα μέρος από τον παλιό μαγικό-θρησκευτικό χαρακτήρα, με συνεστιάσεις και διασκεδάσεις, τονώνοντας έτσι τους δεσμούς των κατοίκων.

Στη μορφή που έχει σήμερα διαμορφώθηκε στην Ιταλία κατά τον Μεσαίωνα, όπου οι γιορτές της Αποκριάς και το Καρναβάλι έχουν ιδιότυπο χαρακτήρα. Από την Ιταλία και κυρίως τη Βενετία, το έθιμο διαδόθηκε σε όλες τις χώρες, αφού βέβαια επηρεάστηκε και εμπλουτίστηκε από τα τοπικά έθιμα. Κυρίαρχο γνώρισμα όλων των αποκριάτικων εκδηλώσεων παραμένει πάντα το άρμα του βασιλιά Καρνάβαλου και οι χοροί των
μεταμφιεσμένων.
             Απ’ όσα αναλύθηκαν, φαίνεται καθαρά πως το καρναβάλι σαν έθιμο και σαν εκδήλωση είναι ειδωλολατρικό. Ωστόσο, διατηρείται σήμερα σαν θεσμός και στις χριστιανικές χώρες, όπου και γιορτάζεται πανηγυρικά.
             Αυτό συμβαίνει για τους εξής λόγους: α) Πολιτιστικούς: με σκοπό την αναβίωση και τη διάσωση των τοπικών παραδόσεων και τη διατήρηση της ταυτότητας κάθε τόπου. β) Διαφημιστικούς και ανάπτυξης τουρισμού: με στόχο την προσέλκυση του κόσμου και την προβολή της περιοχής. γ) Ψυχαγωγικούς: για τη διασκέδαση και την εκτόνωση των πολυάσχολων ανθρώπων με την αποφυγή της ρουτίνας και δ) Οικονομικούς: με κίνητρο την ευρύτερη ανάπτυξη και τη σφαιρικότερη εξέλιξη της περιοχής.
1.3.3. ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΕΙΣ
             Κύριο γνώρισμα της Αποκριάς αποτελούν οι μεταμφιέσεις οι οποίες αποτελούν την ριζική αλλαγή της μορφής της όψης και του σώματος. Αυτή η μετάπλαση ξεκίνησε από την παρατήρηση του αρχέγονου ανθρώπου, ότι ο σπόρος που ρίχνεται στη γη μεταμορφώνεται βλαστάνοντας και την υποψία και επιθυμία του να συμβαίνει το ίδιο και με τους νεκρούς προγόνους του. Οι μεταμφιεσμένοι, λοιπόν, αναπαριστούν τις δαιμονοποιημένες ψυχές των νεκρών και αποτελούν την προσωποποίηση των κακών πνευμάτων που εμφανίζονται στη διάρκεια της σποράς και που με τις τελετουργίες επιχειρούμε να εξευμενίσουμε, ώστε να μας συνδράμουν στον αγώνα για την ευκαρπία της γης, την ευγονία των ζώων και την ευημερία του ανθρώπου.[56]
             Οι μεταμφιέσεις συχνά είναι ζωόμορφες, Τα σύνεργα της μεταμφίεσης είναι μάσκες από κολοκύθες, μαλλιαρές κάπες, δέρματα ζώων, μαύρες προβιές τράγου, βαριά κουδούνια (που πιστεύεται ότι έχουν αποτρεπτική δύναμη του κακού), μαγκούρες κλπ.
1.3.4. ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ – ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ
             Σε πολλά μέρη της ελληνικής υπαίθρου οι αποκριάτικες εκδηλώσεις έχουν ιδιάζοντα χαρακτήρα και ένα σημειολογικό στοιχείο. Για παράδειγμα στη Νάουσα, υπάρχει το έθιμο «Γενίτσαροι» και «Μπούγες», που έχει την καταγωγή του στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Στο Σοχό Θεσσαλονίκης, οι εκδηλώσεις αποβλέπουν στην ευκαρπία της γης, ενώ οι ζωοφόροι μεταμφιεσμένοι συμβολίζουν τους στρατιώτες του Αγίου Θεοδώρου. Στη Θράκη, τη Δευτέρα της Τυρινής, το έθιμο σχετίζεται με τη ζωή των κατοίκων. Σε πολλές περιοχές της Κοζάνης, το Σαββατόβραδο της Κρεατινής, μόλις χτυπήσει η καμπάνα για εσπερινό, οι νοικοκυρές σφάζουν μέσα σε ταψί μαύρη κότα και με το αίμα της αλείφονται στο μέτωπο τα μέλη της οικογένειας.
             Τα Σάββατα της Κρεατινής και της Τυρινής, όπως και της πρώτης βδομάδας της Σαρακοστής (Ψυχοσάββατα) οι νοικοκυρές φτιάχνουν κόλλυβα, χυλό, χαλβά ή φαγητά και τα μοιράζουν για να «συγχωρεθούν τα πεθαμένα». Η ιερότητα της ημέρας απαγορεύει στις γυναίκες να κάνουν δουλειές στα χωράφια και στο σπίτι, αλλά και να μη λούζονται γιατί πενθούν. Οδεύουν στα κοιμητήρια, για να καταθέσουν τις προσευχές τους, για τον εξαγνισμό των ψυχών.
             Το βράδυ της Κυριακής της Τυροφάγου, τα φαγητά είναι άφθονα και το «τραπέζι της συγχώρεσης» ετοιμάζεται, όπου όλοι αλληλοασπάζονται και συγχωρούνται.
             Σημαντικό έθιμο αποτελούν οι φωτιές σε διάφορες γειτονιές σε όλη την επικράτεια. Συνοδεύονται από τραγούδι και χορό γύρω τους και όταν κατασιγάσουν οι φλόγες, οι συμμετέχοντες τις υπερπηδούν. Πρόκειται φυσικά για τελετουργία εξαγνισμού, αφού θεωρείται πως η φωτιά είναι καθαρτήρια.
             Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η αναπαράσταση του Γάμου της Βλάχας, δηλαδή της γυναίκας που ζει στο χωριό και είναι βοσκοπούλα. Στις μέρες μας, δυο άντρες υποκρίνονται το ευτυχές ζευγάρι. Η διαδικασία του γάμου ξεκινάει με το ζευγάρι, συνοδευόμενο από «συγγενείς», να πηγαίνει στην κεντρική πλατεία της πόλης. Μετά την άφιξη του ζεύγους, συνοδευόμενο από παραδοσιακή μουσική, η τελετή του γάμου γίνεται με έναν «ιερέα» και έναν «κουμπάρο».
             Το τελευταίο γεγονός της Αποκριάς είναι το κάψιμο του Βασιλιά Καρνάβαλου σε μια μεγάλη φωτιά όπου όλοι χορεύουν γύρω της τραγουδώντας σατυρικά τραγούδια και χορεύοντας παραδοσιακούς χορούς.
             Περιοχές με σπουδαία έθιμα και έντονη αποκριάτικη δραστηριότητα συναντάει κανείς σε όλη την Ελλάδα:[57] Διδυμότειχο (Μπέης), Κομοτηνή - Ξάνθη (Κάψιμο του Τζάρου), Δράμα (Μπαμπούγεροι), Σέρρες (Καλόγεροι), Νάουσα (Μπούλα και Γενίτσαρος), Γρεβενά (Ανακατωσάρια, Φανοί), Καστοριά (Ραγκουτσάρια), Κοζάνη (Ρογκατσάρια, Φανοί), Φλώρινα, Άρτα (Καρναβάλι γυναικών), Ιωάννινα (Τζαμάλες), Πρέβεζα (Καρναβάλι γυναικών), Άμφισσα (Χάρμαινα, Στοιχειό), Γαλαξίδι (Αλευροπόλεμος), Θήβα (Βλάχικος γάμος), Λιβαδειά, Καλαμάτα (Γαϊτανάκι), Μεθώνη (Του Κουτρούλη ο γάμος), Μεσσήνη (Κρεμάλα), Πάτρα (Μπουρμπούλια), Νάξος (Κουδουνάτοι), Κάρπαθος (Λαϊκό Δικαστήριο), Ζάκυνθος (Κηδεία της Μάσκας), Ρέθυμνο (Καντής, κλέψιμο της νύφης, μουτζούρωμα), Σκύρος (Γέροι και Κορέλες, Φράγκοι), Λέσβος (Κουδουνάτοι, Τριψίματα [Αγιάσσος]), Λέρος, Σύμη (Καμουζέλες), Βιζύη Θράκης (Καλόγεροι), Λεχαινά Ηλείας (Γιαννιτσαρίστικος χορός), Ζαγόρι (Καλολόγοι [Φωτιές]).
1.4. ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ – ΜΠΟΥΡΑΝΙ - ΦΑΛΛΟΛΑΤΡΕΙΑ
             Το Μπουρανί, το τυρναβίτικο έθιμο της Καθαρής Δευτέρας, είναι μια ιδιαίτερη γιορτή που συνδέεται με την αναγέννηση της φύσης και τη βλάστηση και δεν είναι τυχαίο που γιορτάζεται τη μέρα αυτή, καθώς βρίσκεται στην αρχή της Άνοιξης. Δεν είναι περίεργο επομένως που έχει ως σύμβολό του το φαλλό, μια και είναι δεμένο με την αναπαραγωγή και τη γονιμότητα.
             Οι ρίζες του βρίσκονται στις γιορτές της αρχαιότητας, τα Διονύσια, τα Θεσμοφόρια, τα Θαργήλια και κυρίως τα Αλώα[58], μια πρωτόγονη γεωργική γιορτή που έχει άμεση σχέση με τη γονιμότητα και την ευφορία.
             Το μπουρανί, στην κυριολεξία, είναι μια απλή αλάδωτη χορτόσουπα, από σπανάκι, ραδίκια και τσουκνίδες (τα πρώτα χόρτα της άνοιξης), με σπόρους και λίγο ξύδι ή λεμόνι, που προσφέρεται στους συμμετέχοντες σαν ένα είδος ομαδικής μετάληψης, ως κίνηση που εμπεριέχει την έννοια της αδελφοποίησης. Θυμίζει τον «Κυκεώνα» που προσφέρονταν στους μυούμενους των Ελευσίνιων Μυστηρίων στην Αθήνα, της πιο γνωστής γιορτής προς τη θεά της γονιμότητας, τη Δήμητρα.[59]
mpre-sakis            
Σ’ ένα ξέφωτο, στο άλσος του Προφήτη Ηλία, στήνεται το Γαϊτανάκι και μαγειρεύεται το μπουρανί. Παράλληλα εμφανίζονται πολλοί Τυρναβίτες με πήλινους φαλλούς. Το έθιμο «επισημοποιείται» με την εκλογή του Αρχιμπουρανίτη, που στέφεται με μια ταινία που συγκρατεί στο μέτωπό του έναν πήλινο φαλλό με ένα κερί αναμμένο. Στη συνέχεια ο Αρχιμπουρανίτης της προηγούμενης χρονιάς εισάγει το νέο αρχηγό στα καθήκοντά του, ένα από τα οποία είναι να σύρει πρώτος το χορό. Οι υπόλοιποι, έχουν το πρόσωπό τους μουτζουρωμένο με καπνιά, πίνουν και χορεύουν. Στο κέντρο στέκεται ο Κάβουκας μασκαρεμένος, φορώντας στη μέση του ζώνη με κουδούνια και φαλλικά ομοιώματα και ανοίγει χώρο για να γίνει η τελετουργία. Όλη αυτή η διαδικασία συνοδεύεται από βωμολοχίες, τολμηρά, παραδοσιακά ή αυτοσχέδια ποιήματα, τραγούδια, ανέκδοτα, πειράγματα και χειρονομίες. Την οργάνωση των εκδηλώσεων αυτών έχει αναλάβει, εδώ και πολλά χρόνια (από το 1979), ο σύλλογος Τυρναβιτών «Το Μπουρανί» που κρατά τα σκήπτρα της αναβίωσης του εθίμου.

             Τα τελευταία χρόνια τα πράγματα έχουν αλλάξει. Το μπουρανί έχει δώσει τη θέση του στη φασολάδα, προς χάριν ευκολίας αλλά και λόγω του τεράστιου όγκου επισκεπτών που παρακολουθεί τις εκδηλώσεις. Το έθιμο γίνεται και σε τσιπουράδικα στο κέντρο της πόλης, όπου οι επισκέπτες «αναγκάζονται» να ανακατέψουν τη χορτόσουπα, να ασπαστούν τα ομοιώματα των φαλλών, να πιουν κρασί μέσα από αυτά και να συμμετέχουν στο γλέντι. Η αναβίωση του εθίμου στην κεντρική πλατεία της πόλης γίνεται από τα μέλη του Πολιτιστικού Συλλόγου Τυρνάβου.
             Μέχρι και τη δεκαετία του 1950 το γλέντι ήταν μόνο για άντρες, οι οποίοι μασκαρεμένοι έπαιζαν και τους ρόλους των γυναικών. Τα άσεμνα τραγούδια και τα πειράγματα απαγόρευαν στις γυναίκες την έξοδο από το σπίτι αφού οι μπουρανήτες έριχναν ακόμα και τα παντελόνια τους κάτω και τραβούσαν και των άλλων για να τα κατεβάσουν.[60] Παρακολουθούσαν, λοιπόν, αθέατες πίσω από τα παράθυρα την πομπή των μπουρανητών και τα σατυρικά ποιήματα.[61]
             Όταν οι αστυνομικοί καταδίωκαν τους μπουρανήτες, αυτοί πήγαιναν στους πρόποδες του Προφήτη Ηλία γι’ αυτό και το έθιμο ρίζωσε εκεί,[62] αρχικά συνοδευόμενο μόνο από παραδοσιακά όργανα (βιολί, νταούλι, κλαρίνο κλπ). Φυσικά δεν έλειπαν και οι φαλλοί. Πήλινοι, ξύλινοι και άλλοι από καρότα. Παλαιότερα μάλιστα, στα μέσα του 19ου αιώνα, οι μπουρανήτες κατασκεύαζαν έναν τεράστιο φαλλό και τον περιφέρανε στους δρόμους επάνω σε άμαξα.[63]
1.4.1. Ο LEON HEUZEY ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟΥ 1858[64]
             «Την ημέρα της Καθαρής Δευτέρας οι άνθρωποι του λαού διαλέγουν ένα «βασιλιά», του βάφουν το πρόσωπο μαύρο, του βάζουν στο κεφάλι ένα καλπάκι, και μετά αφού τον βάλουν να εκδικάσει υποθέσεις και να προσδώσει ποινές, τον περιφέρουν ανάποδα ανεβασμένο, με το πρόσωπο προς τα πίσω σε ένα γαϊδουράκι, του οποίου κρατά την ουρά σαν χαλινάρι. Τέλος, κατά το βράδυ τον οδηγούν στην άκρη ενός λάκκου και τον ρίχνουν μέσα. Οι Τούρκοι νομίζοντας ότι με όλα αυτά διακωμωδούνταν ο Σουλτάνος, θέλησαν κάποτε να σφάξουν το «βασιλιά» των Τυρναβιτών και όλους αυτούς που τον ακολουθούσαν. Ευτυχώς αυτός εκείνη τη μέρα φορούσε ένα καπέλο που είναι διακριτικό σημάδι των Ευρωπαίων της Ανατολής. Οι Τούρκοι αντί να εκτελέσουν το φονικό τους σχέδιο, μπήκαν και οι ίδιοι στο παιχνίδι και πλήρωσαν μάλιστα και τις ποινές που τους επέβαλε ο «βασιλιάς».
1.4.2. Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΤΖΑΡΤΖΑΝΟΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ[65]
             «Μέσα στα σπίτια την Καθαρή Δευτέρα γίνονταν γενικό καθάρισμα του σπιτιού, και ιδίως των σκευών και των επίπλων, και αυτή τη σημασία είχε για τους τότε, στον Τύρναβο τουλάχιστο, το όνομα της Καθαρής Δευτέρας. Άλλο τώρα ήσαν οι αποκριάτικες διασκεδάσεις, που γίνονταν τα βράδια των ίδιων ημερών έξω στις μικρές πλατείες της κωμοπόλεως και στα σταυροδρόμια, κοντά σε κανένα μπακάλικο, από άνδρες μόνον, και ιδίως από «μπαχτσαβαναραίους» και «ζευγιτάδες». Αυτοί έπιναν και μεθούσαν και άναβαν «μπαρμπαργιά» στη μέση της πλατείας ή του σταυροδρομιού, και τραγουδούσαν τραγούδια κατά κανόνα βωμολοχικά και άσεμνα είτε καθισμένοι είτε πιασμένοι σε χορό γύρω από την αναμμένη φωτιά. Αυτών οι αποκριάτικες διασκεδάσεις βαστούσαν και την Καθαρή Δευτέρα, οπότε προ μεσημβρίας, άναβαν πάλι φωτιά στο μέσο της πλατείας, ή του σταυροδρομιού, έστηναν επάνω της μια μεγάλη πυροστιά, και επάνω σ’ αυτή, μέσα σ’ ένα μεγάλο τέντζερη ή τσουκάλι, έφκειαναν της Καθαρής Δευτέρας το φαγητό, που το έλεγαν «μπουρανί». Ήτον μια χορτόσουπα αλάδωτη από σπανάκι με λίγο ρύζι μέσα και λίγο ξύδι, για να νοστιμίζει. Ενώ το μπουρανί αυτό έβραζε επάνω στη φωτιά, η παρέα γλεντούσε πίνοντας και λέγοντας διάφορα άσεμνα τραγούδια και πειράγματα για τους διαβάτες, που κατά τύχη περνούσαν από κει, ή για πρόσωπα της παρέας. Γίνονταν και αποκριάτικος χορός γύρω από τη φωτιά κι από το μαγειρευόμενο μπουρανί, ο οποίος συνήθως άρχιζε με το ακόλουθο τραγούδι.
Σταματίστι να ιδούμι
Πχοιο τραγούδι θελ’ να πούμι.
Τ’ κιαρατά του μπουρανί
Κιαρατάδις τόφκειαναν
Μασκαράδες τότρουγαν.
Και ακολουθούσαν κατόπιν άλλα άσεμνα τραγούδια, τα οποία άμα τα άκουγε κανείς, μπορούσε να λάβει μια ιδέα, τι ήσαν τα φαλλικά και τα άλλα όμοια άσματα των αρχαίων Ελλήνων. Άμα τελείωνε το μαγείρεμα του μπουρανιού, η παρέα το έπαιρνε και πήγαινε σε κανένα μέρος έξω από την πόλη, συνήθως στα μέρη τα πλησίου του «Ξιράη» (Ξεριά), που ρέει πλησίον της κωμοπόλεως, και εκεί κάθονταν κι έτρωγαν κι έπιναν κι εξακολουθούσαν τα όμοια τραγούδια και τα άσεμνα πειράγματα με τα πρόσωπα, που σχημάτιζαν άλλες παρέες και είχαν κι αυτές το δικό τους μπουρανί.
             Σε παλαιότερα χρόνια κάποιον, που γίνονταν «τύφλα στο μεθύσι», τον έκαναν βασιλιά, και αφού τον ανέβαζαν επάνω σε γαϊδούρι ξανάστροφα και του έδιναν να κρατεί την ουρά του ζώου, τον περίφερναν δια μέσου της αγοράς με διάφορα άσεμνα φερσίματα και λόγια. Το έθιμο αυτό του αποκριάτικου βασιλιά καταργήθηκε, καθώς φαίνεται, προ του 1875. Το έθιμο του μπουρανιού υπήρχε και κατά τα παιδικά μου χρόνια, μέχρι το 1885».
1.4.3. Ο ΘΑΝΟΣ ΒΕΛΛΟΥΔΙΟΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟΥ 1952[66]
             «Στην Αθήνα, σε ένα ουζάδικο της Πλατείας του Θεάτρου Κεντρικόν, άκουσα το Σάββατο της Τυρινής του 1952 ένα τραγούδι από έναν αδρόν Τουρναβύτη ευθυμούντα, τα εξής δίστιχα:
Τις Μεγάλες Αποκριές σηκώνονται οι ψωλές ορθές.
Και την Καθαρή Δευτέρα σηκώνουν τα μουνιά παντιέρα.
Και την Καθαρή την Τρίτη πέφτει ο πούτσος και σπάει τη μύτη.
Την Καθάρια την Τετάρτη πιάσ’ ετούτη ‘κείνη πάρ’ τη.
Και την Καθαρή την Πέμπτη σηκώνετ’ ο πούτσος και δε πέφτει.
Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, χρόνια πολλά και καλή Σαρακοστή.
Άι άι το Μπουρανί και της Κυρά Μαμής μας το μουνί.
Μέσα κοιλιά όξω καυλιά με υγεία και χαρά!
             Ερώτησα τότε τι είναι το Μπουρανί και μου είπε ότι είναι για την καλοχρονιά και την καλή τεκνογενιά και μου είπε να πάω μόνος μου στον Τύρναβο για να ιδώ το έθιμον αυτό επί τόπου. Ιδού λοιπόν ένα έθιμο (δρώμενον ευτεκνίας) που οι χωρικοί και αστοί του Τυρνάβου το βαστάνε ωσάν ένας όμιλος από έναν πανάρχαιο Ελληνικό «Θίασο» από Σατύρους, Βάκχες και Μαινάδες.
          Κατ’ έτος και κατά την Καθαρή Δευτέραν, όλοι οι κάτοικοι του Τυρνάβου πηγαίνουν δια τα κούλουμα προς βορράν της πόλεως και έξω της εκκλησίας του Προφήτου Ηλίου. Κάθε ομάς διασκεδαζόντων, βάζει εις το κέντρον των φαγητών που αραδιάζει κάτω δια τα κούλουμα, μίαν μεγάλην φιάλην εις σχήμα φαλλού γεμάτην με κρασί ή με γαλακτόχρουν κράμα του ούζου με το νερό. Οι εν λόγω φαλλοί είναι ή πήλινοι ή γλυπτοί ξύλινοι και έχουν παραστατικήν μορφήν των ανδρικών οργάνων γονιμότητας. Εις τα οινοπωλεία της πόλεως και εις το κέντρον της εκάστης  τραπέζης, στήνονται επίσης παρόμοιοι φαλλοί-φιάλαι μ’ ένα αγιοκέρι αναμμένον εις την οπήν της κορυφής των εις έμφασιν της θρησκευτικής σοβαρότητος, της και το νυν αδιαφθόρως διατηρουμένης παναρχαίας ταύτης λατρείας. Όπως στους αρχαίους καιρούς, όλη η παρέα αυτή γίνεται μόνο από άνδρες, που παίζουν και τους ρόλους των γυναικών.
           Τους κατοίκους αυτούς από το μεγάλο και όμορφο κεφαλοχώρι, που είναι ο Τύρναβος (γένους αρσενικού), δηλαδή αυτούς τους πατεράδες, συζύγους, κουμπάρους και μπαρμπάδες τους ντυμένους με τα ντρίλλια των, τα σκουτιά και τα σαγάκια των, δεν μπορεί κανείς να τους πει ή να τους πάρει για τσατσάδες.
           Το έθιμον καλείται Μπουρανί που ενθυμίζει τον Θεόν «Βορρέαν». Οι διασκεδασταί καλούνται «Μπουρανίτες» και χορεύουν ένα κατά το μάλλον ή ήττον εθιμοτυπικόν κυκλικόν χορόν εις ρυθμόν 7/8 όπως είναι ο της Πινδαρικής Ωδής.
            Της πομπής προηγούνται διάφοροι αυτοσχεδίως μετημφιεσμένοι χωρικοί, μεταξύ των οποίων προέχει ο παρουσιαζόμενος ως ο θεός Παν. Κατά την έναρξιν του εθίμου, εκλέγεται και χρίεται με έλαιον και κρασί ο ονομαζόμενος «Αρχιμπουρανιώτης». Στέφεται δε με μίαν ταινίαν που συγκρατεί επί του μετώπου του έναν γλυπτόν ξύλινον φαλλόν που φέρει εις την κορυφήν του ένα αναμμένο αγιοκέρι, ψάλτης δε καλλίφωνος συνοδεύει την εν λόγω τελετήν, άδων ευλαβικά. Ο Αρχιμπουρανιώτης του παρελθόντος έτους, επί τη λήξει της θητείας του, εισάγει τον νεοεκλεγέντα αρχηγόν του εθίμου εις τα καθήκοντά του, σύρων αυτόν ως συμβολικός κορυφαίος, εις το πρώτον κυκλικόν χορόν της ομηγύρεως. Δεν παραλείπουν δε στο τέλος για να τονισθεί ο όσιος χαρακτήρας του εθίμου αυτού να το ιερολογήσουν, σαν να πούμε κάτω από το κανδήλι και το εικόνισμα ενός Χριστιανικού Ελληνορθοδόξου Ναού.
            Κατόπιν οι εν λόγω χωρικοί στρώνουν κάτω τα φαγητά δια τα Κούλουμα, απαγγέλλεται η προσευχή προτού αρχίσουν να τρώγουν, το δε κύριον φαγητόν αποτελείται από πολλούς και ποικίλους σπόρους και χόρτα βρασμένα μαζί.
            Βλέπομε στις διάφορες φιγούρες των να είναι ακόμη ζωντανές πανάρχαιες καταβολές από τα διάφορα Διονυσιακά Βακχικά παιχνιδιάρικα καμώματα χωρίς καμία αληθινά άσεμνη υπερβολή όπου οι άνδρες παίζουν τους ρόλους από τις μεθυσμένες ποικιλότροπα γυναίκες Μαινάδες, χωρίς να κορυβαντιούν εις κάποια επ’ αγροίς ή εν άλσει και λειμώσει Διονύσια του τύπου από τις παρτούζες εις το Δάσος της Βουλώνης των Παρισίων».
1.4.4. Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΩΜΑΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟΥ 1980[67]
             «Από το πρωί της ημέρας άντρες γλεντιστές, ένας κι ένας, θα βγουν έξω από την πόλη, στον πευκόφυτο χώρο του Αι Λια. Θα έχουν μαζί τους καρναβαλίστικες στολές, ένα ή δύο καζάνια για να βράσουν φασόλια, τραπέζια για να καθίσουν να φάνε και άφθονο κρασί. Απαραίτητη και η μουσική και, φυσικά, τα φαλλικά σύνεργα. Υπερφυσικά, δηλαδή, πήλινα ομοιώματα από όργανα αντρών, κούφια εσωτερικά για να χωράνε κρασί. Τέτοια όργανα με βωμολοχικές φράσεις βλέπει κανείς ζωγραφιστά και στο διάκοσμο των δέντρων. Δέσποζε, όταν παρακολουθούσα το έθιμο, ένας τεράστιος φαλλός και γύρω το δίστιχο: «Αν καθίσεις και τον φας, στον παράδεισο θα πας».
             Μέσα σε τέτοιο πλαίσιο στήνουν οι Τυρναβίτες το πατροπαράδοτο γαϊτανάκι και λίγο πιο πέρα έναν ψηλό τρίποδα απ’ όπου κρέμεται ομοίωμα άντρα με μακρύ φουστάνι , για να κρύβει από κάτω τον υπερφυσικό φαλλό του. Τραβάς ένα σχοινί και ορθώνεται ο φαλλός. Παράμερα βράζουν τα φασόλια, ενώ πάνω στα τραπέζια έχουν τοποθετηθεί πήλινοι φαλλοί, άλλοι γεμάτοι με κρασί κι άλλοι άδειοι.
            Η επίσημη εκδήλωση αρχίζει με το γαϊτανάκι. Μασκαρεμένοι οι περισσότεροι, γυροφέρνουν χορεύοντας, την ώρα που δυο άντρες, μασκαρεμένοι, επίσης, στριφογυρίζουν στο χώρο, πηδώντας άταχτα και χτυπώντας ελαφριά και από μία φορά όλους που συναντούν μπροστά τους, με μεγάλη τσιμπίδα ξύλινη. Με το χτύπημα, τα δύο μακρόξυλα – δαγκάνες σμίγουν απότομα και δημιουργούν έναν χαρακτηριστικό θόρυβο. Στο μεταξύ οι ίδιοι ή κι άλλοι χορευτές, αφού αποσπαστούν για λίγο από το γαϊτανάκι, σιμώνουν στον τρίποδα και τραβούν το σκοινί, για να πεταχτεί ως πέρα ο φαλλός και να πέσει πάλι μόλις το αφήσουν. Φυσικά, όλα τούτα μέσα σε χάχανο και γέλιο πολύ. Κανείς, είτε άντρας είτε γυναίκα δεν σοκάρεται. Διαπίστωσα έναν σεβασμό στο έθιμο.
          Ο χορός – γαϊτανάκι εναλλάσσεται με τον ελληνικό χορό που σύρεται γύρω του τρίποδα με τον φαλλοφόρο άντρα. Ξεφωνίζουν μερακλίδικα επιφωνήματα, γελούν πλατιά και καγχάζουν. Τραβούν κάθε τόσο το σκοινί, για να ορθωθεί ο φαλλός. Ζυγώνουν κοντά του και τον φιλάνε, και δέχονται να φωτογραφηθούν με τα χείλη τους κολλημένα στο κεφάλι του φαλλού. Ένα γύρω πυκνοί οι θεατές – κάθε ηλικίας και κάθε φύλου – παρακολουθούν τα καθέκαστα, συμμετέχοντας σε τούτη την αποκριάτικη ευφροσύνη των Τυρναβιτών.
         Στην άκρη θα στρωθούν τα τραπέζια, για να καθίσουν οι χαροκόποι, να φάνε και να πιούνε. Έχουν δικούς τους μαγείρους, ντυμένους κανονικά με τη στολή της δουλειάς τους, και σερβίρουν τη φασολάδα. Άλλοι κουβαλούνε κρασί και γεμίζουν τους φαλλούς. Φαλλοί, πάλι, όρθιοι και πλαγιαστοί, φιγουράρουν σε όλα τα τραπέζια. Μερικοί με κόκκινες κορδέλες στο μέρος του λαιμού. Τρώνε και πίνουν συνέχεια κρασί από την τρύπα του φαλλού. Τον παίρνει ο καθένας με τη σειρά, τον σηκώνει ψηλά και αδειάζει το κρασί στο στόμα του. Πρώτα, όμως, θα τον φιλήσει. Κάποιοι συμποσιαστές σηκώνονται και υποχρεώνουν τους άντρες θεατές σε παρόμοια φιλήματα. Άλλοι, πάλι, σου φέρνουν το ομοίωμα και σε υποχρεώνουν να πιεις απ’ αυτό το κρασί. Άμα σωθεί, σε βάζουν ν’ ανοίξεις το στόμα σου για να στάξουν μέσα έστω και μία – δύο σταγόνες, από την τρύπα πάντοτε.
         Το κέφι εντείνεται, οι φαλλοί γεμίζουν κι αδειάζουν συνέχεια, οι ανοιχτές κουβέντες παίρνουν και δίνουν. Αναφορές στα αναπαραγωγικά όργανα και των δύο φύλων. Δεν γράφονται βέβαια όσα ακούει κανείς από τους αποκριάτικους γλεντοκόπους του μπουρανιού. Αυτά ως το βράδυ, προτού να νυχτώσει. Τότε σηκώνονται και ξαναγυρίζουν στον Τύρναβο, για να συνεχίσουν το αποκριάτικο ραβαΐσι.
         Ο Τύρναβος κάτω δεν μένει, βέβαια, αμέτοχος σ’ αυτό το πανηγύρι. Από το πρωί εξοπλίζονται τα καφενεία και τα άλλα κέντρα με φαλλούς. Άλλες παρέες, άντρες όλοι, βγάζουν τραπέζια στα πεζοδρόμια και υψώνουν στη μέση μεγάλο φαλλό, στολισμένο με κόκκινη κορδέλα. Μερικούς τους φκειάχνουν με μεγάλη τρύπα, για να χωράει μέσα κερί. Έτσι τ’ ανάβουν στο τραπέζι την ώρα που γύρω σ’ αυτό πίνουν και τρώνε, πάντοτε νηστίσιμα φαγητά. Πίνουν κρασί, πάλι, και μέσα από την τρύπα του φαλλού. Σηκώνονται κι όρθιοι και σταματούν τους διαβάτες. Τους κερνούν κρασί με τα φαλλικά τούτα όργανα και τους εύχονται «χρόνια πολλά». Λίγες γυναίκες τολμούν και κυκλοφορούν στους δρόμους και καμία στα καφενεία και στα κέντρα. Δεν είναι μόνο τα παραπάνω ομοιώματα, που δίνουν ανάλογα έναν τόνο πρόκλησης στο γυναικόκοσμο. Είναι και η ελευθεριότητα του λόγου».
1.4.5. ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ – Ο ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΠΗΛΙΝΟΥ
             Ο Βαγγέλης Χριστοδούλου, αγγειοπλάστης, συνεχιστής της κατασκευής των πήλινων φαλλικών ομοιωμάτων και ο Γιώργος Πλατής, για πολλά χρόνια πρόεδρος του Συλλόγου «Το Μπουρανί», συνομιλούν σε μια αναπάντεχη συνάντηση:
- Γεια σου Βαγγέλη. Πως πας από γαμήσια;
- Α, τι πράγματα είναι αυτά. Εγώ τώρα στην ηλικία μου δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Ούτε λουκούμι δεν μπορώ να τρυπήσω!
- Ε, τι τη θέλεις και την έχεις την πούτσα;
- Τη θέλω. Την έχω για γομολάστιχα.[68]
             Ο Β. Χριστοδούλου θυμάται την επίσκεψη του Θ. Βελούδιου στον Τύρναβο και τα πειράγματα που δέχτηκε από τους μπουρανήτες. Τον υποχρέωσαν να πιει κρασί από κούφιο φαλλό και να ανακατέψει το μπουρανί ώστε οι μπουρανήτες να βρουν την ευκαιρία και να τον «χουφτώσουν».
             Σε μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις του αφηγείται:[69] «Ήταν χειμώνας του 1944. Έκανε κρύο έξω. Σταμάτησα από την δουλειά να κάνω ένα τσιγαράκι. Καθώς το κάπνιζα, 19χρονο παιδί, κατοχή ήταν, με γυναίκα που να πας τότε, ασυναίσθητα το χέρι μου χάιδεψε τον πούτσο μου. Καθώς τον έπιασα, σηκωμένος ήταν, σκέφτηκα: «Ρε Βαγγέλη, δεν τον κάνεις ένα καλούπι να μείνει για πάντα;» Έτσι κι έγινε. Τον έβγαλα έξω, πηλός από πάνω, πηλός από κάτω και έτοιμο το καλούπι». Και συνεχίζει: «Η Καθαρή Δευτέρα ήταν από τα χρόνια τη Τουρκοκρατίας η γιορτή της πούτσας για τον Τύρναβο. Λόγω της Σαρακοστής που ξεκινούσε, οι γυναίκες έκαναν σχολαστική καθαριότητα, ακόμα και σωματική και ιδιαίτερα στα γεννητικά τους όργανα. Εξού και το «πήραν τα μουνιά αέρα». Και καθώς οι γυναίκες ήταν κλεισμένες στο σπίτι εκείνη την ημέρα - έτσι επιβαλλόταν από το έθιμο - οι άνδρες έβρισκαν ευκαιρία να ξεσαλώσουν. Κι αν αναλογιστούμε ότι εκείνη την εποχή υπήρχε ένα μπουρδέλο στον Τύρναβο που σχηματιζόταν ουρά ποιος θα πρωτογαμήσει, καταλαβαίνετε αυτόματα γιατί ονομάστηκε έτσι αυτή η μέρα». Τελειώνοντας: «Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, οφείλει την γέννησή του το γνωστό: «Μπρε-μπρε-μπρε το μπουρανί και τσ’ Χαλάτσινας το μνι». Η Χαλάτσινα ήταν στην κυριολεξία «Χαράτσινα» και μην νομίζετε πως ήταν κάποιο όνομα ή επίθετο. Απλά ήταν η σύζυγος εκείνου που εισέπραττε τότε το γνωστό φόρο, το «χαράτσι». Χαράτσης επονομάστηκε εκείνος. Χαράτσινα η γυναίκα του και το «μουνί της» πλήρωσε την αδικία που αισθανόταν με τον φόρο οι Τυρναβίτες. Εκεί ξεσπά συνήθως ο Έλληνας, χωρίς βέβαια να φταίει πάντα αυτό! Πάντως η σύζυγος του εισπράκτορα που έπαιρνε το χαράτσι ήταν μία πάρα πολύ όμορφη γυναίκα της εποχής της».
1.4.6. ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΛΑΤΗΣ
             Γέννημα θρέμμα Τυρναβίτης, παρακολουθούσε τα δρώμενα από νεαρή ηλικία και στα 15 ανέλαβε με την παρέα του από τους παλαιότερους την συνέχιση του εθίμου:[70] «Ξεκινήσαμε το 1958. Με σχεδόν όλη την παρέα που είμαστε ακόμα και σήμερα. Μερικοί έφυγαν, καλώς ή κακώς αποχώρησαν, άλλοι έχουν πεθάνει. Το έθιμο το βρήκαμε από παλαιότερους. Απ’ ό,τι μου έχει πει η μάνα μου, και ο παππούς μου ήταν μέσα. Καταλαβαίνετε πόσο πίσω πάμε. Από το 1958, λοιπόν, μπαίνουμε κι εμείς. Εκείνη την χρονιά ήταν η τελευταία που ήταν εκεί οι παλιοί. Μετά από τρία χρόνια το κάναμε πλέον μόνοι μας. Φυσικά ντυμένοι με τα πολιτικά μας ρούχα, χωρίς καταστατικό χωρίς τίποτα. Φτιάχναμε το μπουρανί ατομικά στην παρέα και βέβαια όσοι ήθελαν ερχόταν και καθόταν και έτρωγαν. Όλα αυτά στον Προφήτη Ηλία, μπροστά μπροστά, καμιά πενηνταριά μέτρα πιο μπροστά από εκεί που κάνουμε σήμερα. Έλειπαν 4-5 δέντρα από το δάσος και το κάναμε εκεί. Συνάμα μαζευόταν και ξένος κόσμος εκεί με την μόνη διαφορά ότι δεν έβγαιναν τότε γυναίκες. Η νοοτροπία αυτή έρχεται από πολύ παλιά. Διότι αν έβγαινε γυναίκα έξω ή θα την ξεβράκωναν ή θα την έπιαναν τον κώλο. Δεν έπαιζε κανέναν ρόλο αν ήταν η γυναίκα η δική μου, η δική σου, η αδερφή σου. Την δική σου γυναίκα την πείραζα εγώ, την δική μου ο φίλος μου και πάει λέγοντας. Κυκλοφορούσε γυναίκα; Έπρεπε να της κάνουν «ζημιά». Ζημιά εννοώντας να την πιάσουν τον κώλο, να την πειράξουν. Και αυτό απ’ ό,τι καταλαβαίνετε ήταν μεγάλη προσβολή για τις νοοτροπίες που επικρατούσαν εκείνα τα χρόνια».
             Μιλώντας για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε ο σύλλογος αλλά και για τη συμμετοχή των γυναικών, αναφέρει: «Στα χρόνια της δικτατορίας έγινε το γνωστό περιστατικό με τον Βαγγέλη τον ενωματάρχη, που ήθελε να μας κατασχέσει τον πήλινο, συνοδευόμενος θυμάμαι και από πέντε της ασφάλειας. Τελικά δεν διαπίστωσαν τίποτα το παράνομο και θα έλεγα πως αναγνωρίστηκε ουσιαστικά επίσημα τότε η παρουσία μας. Από το 1979 που κάναμε το καταστατικό δεν μας πειράζει κανένας. Γιατί είμαστε πλέον νόμιμοι. Κατοχυρωθήκαμε. Άρχισαν και οι γυναίκες πλέον να συμμετέχουν ενεργά. Κακά τα ψέματα μόνο άντρες δεν λέει τίποτα. Οι πρώτες που συμμετείχαν ήταν από την παρέα μας. Οι δικές μας γυναίκες. Σήμερα, πάρα πολύς κόσμος έρχεται από περιέργεια να δει αυτό το καινούργιο στοιχείο, τις γυναίκες που παλιά ήταν απαγορευτικό».
             Εκφράζει, όμως, και το παράπονό του αλλά και τις υπόλοιπες δραστηριότητες του συλλόγου: «Δυστυχώς δεν έρχονται άτομα να ακολουθήσουν. Δεν ξέρουν τι εστί μπουρανί. Φανταστείτε τα τρία με τέσσερα άτομα που ήρθαν τελευταία δεν θέλουν να φύγουν με τίποτα. Πάνω από όλα γλεντάς εσύ ο ίδιος. Και βέβαια γλεντάς και τον κόσμο. Επίσης, να πω ότι ό,τι κάναμε το κάναμε από την τσέπη μας. Πολύ αργότερα άρχισαν να βοηθούν από έξω. Με τα κουτιά που βγάζουμε. Και τώρα τελευταία τα έξοδα, να το τονίσω αυτό, της Καθαράς Δευτέρας τα επιβαρύνεται ο Δήμος. Όσα χρήματα μαζεύουμε όμως τα αξιοποιούμε αμέσως. Φτιάξαμε τα σκαλοπάτια, φτιάξαμε την πίστα στον Προφήτη Ηλία και κάτι που δεν το ξέρει ο κόσμος βοηθούμε και άπορες οικογένειες».
1.4.7. ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
             Το Μπουρανί γνώρισε κατά τον τελευταίο αιώνα διώξεις από τη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και από τη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967. Και τις τρεις φορές απαγορεύτηκε η δημόσια εμφάνιση των φαλλικών συμβόλων, τα άσεμνα τραγούδια καθώς και κάθε σχετική συζήτηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αστυνομικός Μπαθρέλος ξυλοκόπησε αρκετούς Τυρναβίτες προκειμένου να «επιστρέψουν στα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη» θεωρώντας το Μπουρανί βαρβαρική γιορτή.[71]
             Την περίοδο της δικτατορίας, ενώ η παρέα γλεντούσε και ο φαλλός είχε την τιμητική του εν μέσω άσεμνων χειρονομιών και πειραγμάτων, ο «Βαγγέλης ο ενωματάρχης», συνοδευόμενος από την κόρη του, αποφασίζει να κατασχέσει το φαλλό ύστερα από παράκλησή της. Η παρέα αντιδρά, αρνείται να τον παραδώσει, ζητά μάλιστα χαρτί από τον εισαγγελέα για να γίνει η κατάσχεση και τότε ακούστηκε το στιχάκι που έμεινε μέχρι σήμερα να ακούγεται στα καφενεία και τα ουζερί της πόλης κάθε τέτοια μέρα:[72]
Τουν πούτσου μας κατέσχισι
ου Βαγγέλς ου Νουματάρχς
γιατί φουρούσε τρεισκώτ’[73]
κι μπαλουμένις κάλτσις.
1.4.8. ΤΟ ΓΑΪΤΑΝΑΚΙ
             Το γαϊτανάκι αποτελεί ένα από τα ελάχιστα αποκριάτικα εθιμικά δρώμενα τοπικής προέλευσης που διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Τελείται την Καθαρή Δευτέρα και είναι κυρίως χορευτικό δρώμενο.
             Οι δώδεκα χορευτές, χορεύουν γύρω από ένα πάσσαλο από τον οποίο κρέμονται δώδεκα κορδέλες. Κάθε χορευτής, κρατώντας την κορδέλα του, χορεύει το χορό και στριφογυρίζοντας γύρω από τους πλαϊνούς συντρόφους του πλέκει την κορδέλα με τις άλλες. Αυτή η τελετουργία δεν άργησε να υιοθετηθεί από τους μπουρανήτες, οι οποίοι συνδύασαν το γαϊτανάκι με το Μπουρανί, δίνοντας ξεχωριστό χρώμα στο έθιμο.
             Το συγκρότημα συνοδεύουν ο Κάβουκας και η Αράπισσα. Πρόκειται για δύο απειλητικές φυσιογνωμίες, ντυμένες με προβιές ή λαγοτόμαρα  που φέρουν στη μέση τους κουδούνια από άλογα και παγούρια από κολοκύθα γεμάτα κρασί και είναι «οπλισμένοι» με μαγκούρα και ξύλα για να επιβάλλουν την τάξη απωθώντας το πλήθος από το συγκρότημα των χορευτών.
1.4.9. Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΟ ΜΠΟΥΡΑΝΙ
             Η κυρία Σούλα Μήσιου, επικεφαλής του τμήματος γυναικών το Σωματείου «Το Μπουρανί», μιλάει για την πορεία των γυναικών στο έθιμο:[74] «Η ημερομηνία ορόσημο που εισάγει τις γυναίκες επίσημα στα δρώμενα του Μπουρανί, χωριστά από τους άνδρες, είναι το 1995. Πάντως, από τη στιγμή που παντρεύτηκα είμαι μέσα σε αυτήν την παρέα των μερακλήδων. Τότε που οι γυναίκες ήταν μακριά. Δεν μπορούσαν να συμμετέχουν. Εγώ συμμετείχα. Όπως και οι γυναίκες από τους άλλους άνδρες που είναι στο Σύλλογο. Εγώ για παράδειγμα έφτιαχνα τα φαγητά, το μπουρανί δηλαδή. Αυτό είναι η βάση που ξεκινάει όλος ο τζερτζελές. Αργότερα φτιάξαμε με τις άλλες γυναίκες το 1979 τις στολές για τους άνδρες. Πρέπει να το έχεις μέσα σου. Αν δεν το έχεις δεν μπορείς να συμμετέχεις. Βέβαια, βοήθεια ήταν το γεγονός ότι συμμετείχε και ο σύζυγος. Φέτος έχουμε πράγματι πολύ νέες γυναίκες. Τις άλλες χρονιές ήμασταν όλες στην δική μου ηλικία. Φέτος, για παράδειγμα, συμμετέχει η κόρη μου που είναι 15 χρονών. Έφερε μαζί της και 5 φίλες της. Και οι φίλες έφεραν δικά τους άλλα άτομα».
1.4.10. Η ΒΑΘΥΤΕΡΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΕΘΙΜΟΥ
             Στις τυρναβίτικες εκδηλώσεις της Καθαρής Δευτέρας δεσπόζουν οι φαλλοί όχι μόνο σαν διακοσμητικά αντικείμενα αλλά και σαν χρηστικά.
          Δεν είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιούνται τέτοια ομοιώματα σε λαϊκούς εορτασμούς, που συνοδεύονται και από αισχρολογίες. Υπάρχει ένα φαλλοκρατικό έθιμο κατά την «ημέρα της μαμής» στους Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας, ένα έθιμο που το συνέχισαν και στην καινούρια πατρίδα τους οι Ρωμυλιώτες, όπως στην Αγχίαλο του Αλμυρού και στο Μεγάλο Μοναστήρι. Εδώ, όμως, τους φαλλούς τους κρατούσαν στα χέρια τους οι γυναίκες. Μάλιστα κι εδώ τους στόλιζαν με κόκκινη κορδέλα, τους φιλούσαν, χόρευαν με αυτούς στα χέρια κι έκαναν άσεμνες χειρονομίες.[75] Χρήση φαλλικών συμβόλων γίνεται και στο έθιμο «καλόγερος» της Θράκης με παράλληλη αναφορά στα αναπαραγωγικά όργανα και των δύο φύλων και με άσεμνες κινήσεις και εκφράσεις.
             Όπως στον Τύρναβο συνέβαινε, κατά τον 19ο αιώνα, παρέλαση φαλλικού οργάνου, κατά τον ίδιο τρόπο γινόταν και στα Διονύσια θριαμβευτική περιφορά τεράστιου φαλλού, φτιαγμένου από δέρμα ζώου. Ακόμα, παράσταση άρματος με φαλλό επάνω, υπάρχει και σε αρχαίο αγγείο. Μάλιστα, έχουν σχεδιαστεί σάτυροι που κρατούν σχοινιά, για να κάνουν το όργανο να ανεβοκατεβαίνει.[76]
           Πέρα από τις παρελάσεις φαλλών, ξεχωρίζουν και προσφορές τέτοιων αντικειμένων στο θεό Διόνυσο. Στην αρχαία πόλη Άτραγα, κοντά στο σημερινό χωριό Κάστρο της Λάρισας, η Ξενοκρίτα, κόρη του Αγάθωνα, αφιέρωσε στο Διόνυσο έναν ενεπίγραφο μαρμάρινο φαλλό, μήκους 47 εκ. κάνοντας δέηση (τέλη του 2ου αι. π.Χ.). Ο φαλλός αυτός σώζεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Λάρισας, μαζί με έναν ακόμα, που βρέθηκε κι αυτός στο χώρο του Άτραγα.[77]
          Οι παραπάνω εκδηλώσεις δεν είναι τυχαίες. Είναι λείψανα κάποιας αρχέγονης φαλλικής λατρείας. Οι εορταστές ρίχνονταν σε ξέφρενες εκδηλώσεις, κρατώντας στα χέρια ή βάζοντας στη μέση ή κρεμώντας στο λαιμό φαλλούς, ενώ παράλληλα προέβαιναν σε αισχρές κουβέντες και χειρονομίες. Φιλούσαν ακόμα και τους φαλλούς, όπως ακριβώς και στην περίπτωση του Μπουρανί. Επιπλέον στα διάφορα Μυστήρια της ελληνικής αρχαιότητας ανακάτευαν το σπόρο του σιταριού και με ομοιώματα φαλλών.
           Αλλά και ο Αριστοφάνης στους «Αχαρνείς» υπογραμμίζει περιστατικά τέτοιου φαλλικού εορτασμού, και ο Αθήναιος απαθανατίζει δύο στίχους από ειδικό υμνητικό τραγούδι του φαλλού:[78] «Τραβηχτείτε, τόπο κάνετε στο θεό. Του αρέσει δα στητός και ντούρος ανάμεσα να προχωρά».
             Φαλλοφορία παρατηρήθηκε και στα Αρρηφόρια της αρχαίας Αθήνας: Δύο κορίτσια ανέβαζαν στην Ακρόπολη κουτί με φίδια και φαλλούς, προσφορά στη θεά Αθηνά. Υπήρχε, μάλιστα, κι ένας σχετικός θρύλος, σύμφωνα με τον οποίο η Αθηνά έκλεισε τον Εριχθόνιο, βρέφος ακόμα, σε κουτί με ζυμαρικά και ομοιώματα φιδιών και φαλλούς. Το γράφει ο Λουκιανός: «Άρρητα ιερά εκ στέατος του σίτου κατασκευασμένα, μιμήματα δρακόντων και ανδρείων σχημάτων».[79]
          Αλλά και στα Θεσμοφόρια, στα Ανθεστήρια και στα Ελευσίνια Μυστήρια, χρησιμοποιούνταν αισχρό λεξιλόγιο ακόμα και από τις γυναίκες. Εντυπωσιακά είναι και τα «εξ’ αμάξης», δηλαδή, όμιλοι πανηγυριστών, οι οποίοι προβαίνοντας σε προκλητικές κινήσεις, τριγυρνούσαν παντού και εκστόμιζαν ξεδιάντροπα λόγια, υπομνητικά της σεξουαλικής πράξης και των σχετικών οργάνων.
           Πέρα από την Ελλάδα, χρήση φαλλού συναντάει κανείς και στους αρχαίους Αιγυπτίους. Αλλά και στα Θεσμοφόρια των Συρακουσών επισημαίνεται λατρεία οργάνου αναπαραγωγής: «…τον κτένα (δηλαδή το αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας) εν τοις Θεσμοφορίοις παρά των τετελεσμένων γυναικών θείας τιμής αξιούμενον».[80] Το ίδιο εντοπίζεται και στη Σικελία. Μάλιστα εδώ οι φαλλοί είχαν υψωθεί και μέσα στο ιερό της Αρτέμιδος. Σε μια αγροτική γιορτή στην ίδια περιοχή, κατασκευάζονταν, με ζυμάρι, ομοιώματα αναπαραγωγικών οργάνων και των δύο φύλων, τα οποία έτρωγαν όλοι οι συμμετέχοντες.
             Πολλά φαλλικά αντικείμενα ενσωματώθηκαν στη χριστιανική θρησκεία και αρκετοί άγιοι της Ευρώπης παρουσιάζονται ως ιθυφαλλικοί. Έκφραση αυτής της στάσης είναι η διατήρηση της φαλλικής αντίληψης στο βάπτισμα της παλιάς Καθολικής Εκκλησίας. Ο ιερέας, διάβαζε ευχή, προσκαλώντας το Άγιο Πνεύμα να γονιμοποιήσει τη μητρική κοιλιά του νερού, βουτώντας μάλιστα ένα κερί στο νερό γιατί διατηρεί την ομοιότητα του φαλλού.[81]
             Ακόμα και στην κεντρική Ευρώπη, ξεχωρίζει η παλαιότερη συνήθεια των Γερμανών, να δίνεται ο αντίστοιχος φαλλός σε άντρα ή σε γυναίκα, που δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει.[82] Υπάρχει, με άλλα λόγια, η αντίληψη πως αυτό το όργανο με τη χρήση του, γίνεται παράγοντας γονιμοποίησης του ανθρώπου και συνολικά της γης. Ο ρόλος του φαλλού ενισχύεται και από τις άσεμνες φράσεις και τα πρόστυχα καμώματα. Το σημειώνει ο Σουηδός λαογράφος Martin Nilsson:[83] «Αισχολογίαι και απεικονίσεις των γενετήσιων μορίων είναι χαρακτηριστικά δι’ όλας τας εορτάς, τας αποσκοπούσας την γένεσιν των ανθρώπων και των καρπών».
             Επιδράσεις των φαλλικών εορτών της αρχαιότητας συναντάει κανείς και στον Τύρναβο. Το πώς κι από πού μεταφέρθηκαν είναι πολύ δύσκολο να απαντηθεί αφού λείπουν οι πηγές. Λείπει, ακόμα, και η βιβλιογραφία του Μπουρανί. Οι Τυρναβίτες, συνεχίζουν με καύχηση και με διάθεση ένα έθιμο με απροσπέλαστες ρίζες στο χρόνο. Έθιμο που κάποιοι το αναγάγουν στο χώρο του ανήθικου αλλά ο προοδευτικός άνθρωπος το δέχεται, μια και σχετίζεται με την επιδίωξη της δημιουργίας και με την παράλληλη ανάγκη
 1.5. ΤΟ ΤΥΡΝΑΒΙΤΙΚΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ
             Το Τυρναβίτικο Καρναβάλι έχει μια ιστορία τουλάχιστον 100 χρόνων. Υπάρχουν αναφορές για την τέλεσή του από το καταστατικό της ίδρυσης του πολιτιστικού και αθλητικού συλλόγου Ανάπλασις το 1898.[84] Από τις αρχές του 20ου αιώνα έχει βρεθεί πλούσιο φωτογραφικό υλικό αλλά όχι αντίστοιχες γραπτές μαρτυρίες.
             Καθώς κύριο στοιχείο του Καρναβαλιού ήταν η καυστική σάτιρα και οι αλήθειες που μέσω αυτής αποκάλυπτε, αντιμετώπισε συχνά δυσκολίες και δέχθηκε επιθέσεις από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, που θεωρούσαν ότι έβλαπτε τα ήθη της εποχής. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, στο Τυρναβίτικο Καρναβάλι ενσωματώθηκαν τα πεζοπόρα τμήματα καρναβαλιστών. Όμως η δικτατορία το απαγόρευσε για ακόμα μία φορά.  Παρόλα αυτά, οι απαγορεύσεις των εκδηλώσεων δεν πτοούσαν τους Τυρναβίτες, που το γιόρταζαν ακόμα και κρυφά, αφού αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής τους παράδοσης.[85] Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Τάκη Μπαγκούα για τις Αποκριές του 1945:[86] «Η Ελλάδα απελευθερώθηκε από τους κατακτητές στα μέσα Οκτωβρίου και σχεδόν στα τέλη του μήνα έφυγαν όλοι τους και μέσα σε 4-5 μήνες είχαμε Αποκριές. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα ο Τύρναβος παρουσίασε μια Καρναβαλική παρουσία που θα τη ζήλευαν πάρα πολλοί. Παρουσιάστηκαν τόσες πολλές παρέες που έφτανε καθεμιά και τα 50 άτομα. Η θέληση των κατοίκων της πόλης του Τυρνάβου εκείνης της εποχής έδωσε στους πολίτες την όρεξη για γλέντι αλλά και θέληση για ζωή και προκοπή αυτού του τόπου που σήμερα με περηφάνια συνεχίζει αυτήν την παράδοση». Το Καρναβάλι του Τυρνάβου ξαναβρήκε το δρόμο του από το 1980 και μετά. Από το 1982 άρχισαν να οργανώνονται ομάδες καρναβαλιστών και σήμερα συμμετέχουν χιλιάδες άτομα.
1.5.1. ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΠΑΛΙΩΝ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙΣΤΩΝ
             Ο Χρήστος Ντίμος, σιδηρουργός και καρναβαλιστής αφηγείται:[87] «Από το 1952 μια αντρική παρέα από τη συνοικία του Αγίου Ιωάννη ξεκίνησε με τους καουμπόηδες, θέμα που διατήρησε για τρία χρόνια. Στα 1957 το Καρναβάλι γίνεται πιο ομαδικό και παρουσιάζει το θέμα «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο». Το 1958 μεγαλύτερη συμμετοχή με θέμα «Το έβδομο θαύμα». Στα 1960-61 παίρνουμε ένα σασί με μηχανή, κάνουμε μια βάρκα αρκετά μεγάλη και παρουσιάζουμε τον «Τρωικό πόλεμο». Πάμε στη Λάρισα και το θέμα μας σημειώνει θριαμβευτική επιτυχία, καθώς σταμάτησε όλη η κυκλοφορία για να δει το Καρναβάλι του Τυρνάβου. Ακολουθεί μια σειρά με άλλα θέματα με κυρίαρχο στοιχείο το Μπουρανί, μέχρι το 1967, οπότε η δραστηριότητα των Καρναβαλιστών σταματάει λόγω της δικτατορίας. Από το 1974 κάνουμε σποραδικές καρναβαλικές εκδηλώσεις χωρίς ειδικό θέμα, κυρίως παραδοσιακές με αυτοσχέδιες στολές. Το 1982, ο τότε δήμαρχος, έρχεται στο μαγαζί μου και προτείνει να αρχίσουμε όπως παλιά το Καρναβάλι. Δέχτηκα αμέσως και ανέλαβα να φτιάξω το σκελετό του Καρνάβαλου και ο Τέλης Μπλάντας να του δώσει την τελική μορφή. Τον άλλο χρόνο πήγαμε στην Πάτρα όπου μείναμε λίγες μέρες δίπλα στο μάστορα που κατασκεύαζε τα άρματα του Πατρινού Καρναβαλιού. Με την εμπειρία που απόκτησα από έναν εξαιρετικό καλλιτέχνη αρχίσαμε να κατασκευάζουμε καλύτερα άρματα. Η δυσκολία μας ήταν ότι δεν είχαμε χώρο να τα φτιάξουμε. Τον Καρνάβαλο τον έκανα στο μαγαζί μου, άλλα άρματα γίνονταν στο σπίτι του Νίκου και Γιούλη Γκόγκα ενώ άλλα έφτιαχνε και ο Θόδωρος Πέρπερας. Μετά ο Δήμος έκανε το Αμαξοστάσιο και λύθηκε ένα μεγάλο πρόβλημα. Καθώς έβλεπαν οι φορείς της πόλης να μεγαλώνει το καρναβάλι άρχισαν να παίρνουν μέρος, όπως το Οινοποιείο Τυρνάβου, η χορωδία του Μουσικού Συλλόγου, ο σύλλογος Σιδηροκατασκευαστών, ξυλουργών, αγρότες και πολλοί άλλοι πολίτες. Τότε άρχισε ο Δήμος να βάζει τους εργαζόμενους στο Δήμο να κάνουν το καρναβάλι ενώ εμείς δίναμε οδηγίες. Έτσι τελειώνει η δική μας κατασκευαστική προσφορά, αλλά σαν Καρναβαλιστές εξακολουθούμε να συμμετέχουμε μέχρι σήμερα».
             Η κυρία Νόνη Γιαβά από τη συνοικία του Αγίου Δημητρίου θυμάται:[88] «Τα πρώτα χρόνια, εκεί στη δεκαετία του 1950, καθώς άνοιγε το Τριώδιο ντυνόμασταν με ρούχα διάφορα που τα συνδυάζαμε μεταξύ τους. Οι περισσότερες γυναίκες ξέραμε από βελόνι και ξεσηκώναμε στολές από περιοδικά και κινηματογραφικές ταινίες. Γινόμασταν καουμπόηδες, τσιγγάνες, ντόμινο, κολομπίνες, πιερότοι, τσάρλεστον βγαίναμε στις φωτιές, χορεύαμε και τραγουδούσαμε, τις ζούσαμε εκείνες τις μέρες. Στις αρχές του 1960 με τα πρώτα άρματα είχαμε και βασίλισσα. Ήμουν κι εγώ μία από τις πρώτες βασίλισσες. Αξέχαστες στιγμές…»
1.5.2. ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ
             Παλαιότερα, την Κυριακή της Τυρινής, στο βραδινό τραπέζι επιβαλλόταν το «νίψιμο» (πλύσιμο) των χεριών πριν από την «ώρα της αγάπης». Οι νεότεροι έκαναν υπόκλιση στους μεγαλύτερους και τους φιλούσαν στο χέρι, ενώ εκείνοι τους έλεγαν «συγχωρεμένα» και τους έδιναν την ευχή τους. Οι μαλωμένοι όφειλαν να συμφιλιωθούν εκείνο το βράδυ.[89]
             Όταν τελείωνε το τραπέζι άρχιζε το έθιμο του «χάσκα». Ο γεροντότερος έδενε σε ένα ξύλο ή στον πλάστη ένα κομμάτι χαλβά και το αιωρούσε μπροστά στο στόμα των νέων, που προσπαθούσαν να το πιάσουν με το στόμα χωρίς να το ακουμπήσουν με τα χέρια. Η όλη διαδικασία προκαλούσε δυνατά γέλια όταν ο χαλβάς αντί να βρει το ανοιχτό στόμα, χτυπούσε στη μύτη ή σε άλλα μέρη του προσώπου.
             Από την Τσικνοπέμπτη και μέχρι την Κυριακή της Αποκριάς νέοι αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας Τυρναβίτες, ντύνονται «μασκαράδες» και επισκέπτονται συγγενικά και φιλικά τους πρόσωπα με τις νοικοκυρές να προσφέρουν γλυκίσματα, ξηρούς καρπούς και κρασί. Βέβαια τα πειράγματα, οι χειρονομίες και τα αστεία είναι στον κανόνα κάθε επίσκεψης. Άλλες ομάδες, γυρίζουν στους δρόμους χορεύοντας, πίνοντας και προκαλώντας εκκωφαντικό θόρυβο με τις φωνές τους.
             Μερικές ομάδες μεταμφιεσμένων, σε παλαιότερες δεκαετίες, κατασκεύαζαν ψεύτικη καμήλα, η οποία είχε για κεφάλι κρανίο αλόγου ή γαιδάρου. Το κεφάλι αυτό το έντυναν με δέρμα λαγού, ενώ η ουρά της ήταν από πολύχρωμες κορδέλες και το σώμα της από σκελετό ξύλου. Όλη η κατασκευή σκεπαζόταν από μια πολύχρωμη κουβέρτα, όπου κάτω απ’ αυτήν, δύο άτομα, ένα στην ουρά και ένα στο κεφάλι, βάδιζαν με κωμικό τρόπο. Το κάτω μέρος του κρανίου ήταν συνδεδεμένο με ένα σκοινί και όποιος ήταν από κάτω, κουνούσε και τραβούσε το σκοινί, ώστε να ανοιγοκλείνει το δήθεν στόμα της καμήλας ενώ ο άλλος κουνούσε κωμικά την καμήλα.
1.5.3. ΟΙ ΜΠΑΡΜΠΑΡΓΙΕΣ
             Ένα από τα πιο παλιά στοιχεία των αποκριάτικων εκδηλώσεων της πόλης, ίσως το «σήμα κατατεθέν» της τυρναβίτικης Αποκριάς είναι οι μεγάλες φωτιές που άναβαν στις γειτονιές, έξω από τα σπίτια και κυρίως στα σταυροδρόμια, οι γνωστές «μπαρμπαργιές». Μόλις άρχιζε το κλάδεμα των αμπελιών, τα κομμένα κλήματα μαζεύονταν και φυλάγονταν για να αποτελέσουν το κατεξοχήν υλικό καύσης και τροφοδοσίας της κάθε φωτιάς. Με την έναρξη του Τριωδίου σε κάθε γειτονιά άναβαν φωτιές στις οποίες συμμετείχαν όλοι οι γείτονες με ξύλα για τη φωτιά και με πρόχειρους μεζέδες που τους έφτιαχναν οι γυναίκες. Γύρω από τη φωτιά στήνονταν γλέντι μέχρι αργά το βράδυ στο οποίο συμμετείχαν και οι διερχόμενοι «μασκαράδες», που έρχονταν από άλλες γειτονιές. Στόχος τους ήταν να μην αναγνωριστούν από τους υπόλοιπους μέσα από κινήσεις, αποχρώσεις της φωνής ή άλλα χαρακτηριστικά. Στις αναμμένες μπαρμπαργιές οι νέοι πηδούσαν με φόρα από πάνω, ενώ οι νέες χόρευαν τριγύρω και τραγουδούσαν. Τους πιο πολλούς επισκέπτες συγκέντρωναν οι γειτονιές που είχαν ωραίες κοπέλες, καθώς γίνονταν το επίκεντρο των νεαρών που είχαν την ευκαιρία να τις πλησιάσουν μέσα από την αποκριάτικη μάσκα και τη στολή που τους έκανε αγνώριστους. Οι μεγαλύτερες αλλά και οι περισσότερες «μπαρμπαργιές» άναβαν την Τσικνοπέμπτη και το Σαββατοκύριακο της Τυρινής κρατώντας μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες με «στοίχημα» τη μεγαλύτερη σε φλόγα, σε κέφι και διάρκειΑ
1.6. ΕΠΙΤΟΠΙΑ ΕΡΕΥΝΑ
             Η ηχογράφηση των τραγουδιών έγινε στον Τύρναβο στις 12 Μαΐου 2007, στο υπόγειο του ΚΑΠΗ Δήμου Τυρνάβου, με mini disc SONY MZ-R900, μικρόφωνο SONY ECM-MS907 και βιντεοκάμερα SONY HDR-FX7.
             Η ηχογράφηση του Γιώργου Πλατή έγινε στις 20 Δεκεμβρίου 2003, στο σπίτι του, στον Τύρναβο με τα ίδια τεχνικά μέσα.
             Η συνέντευξη δόθηκε στις 13 Μαΐου 2007 και καλύφθηκε με τα προαναφερθέντα τεχνικά μέσα.
             Οι βιντεοσκοπήσεις καλύφθηκαν την περίοδο των Αποκριών του 2005 και 2006, από την Τσικνοπέμπτη μέχρι και την Καθαρή Δευτέρα με βιντεοκάμερα τύπου SONY DCR-HC14E.
             Στις φωτογραφίες του προσωπικού αρχείου χρησιμοποιήθηκε ψηφιακή φωτογραφική κάμερα CANON PC 11444.
             Η συγκέντρωση του υλικού δεν ήταν εύκολη υπόθεση αφού, για το Μπουρανί, υπάρχουν ελάχιστες γραπτές μαρτυρίες[90] αλλά και οι ίδιοι οι τυρναβίτες που συμμετέχουν χρόνια στο έθιμο, είτε δε ζουν πια είτε δεν είναι πρόθυμοι να μιλήσουν για αυτό, ειδικά εκτός της περιόδου της Αποκριάς, με την πρόφαση ότι «ψωριάζει το μ..νί της γυναίκας τους»!
             Οι επίσημοι διοργανωτές του εθίμου εδώ και χρόνια είναι ο Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Τυρνάβου, ο σύλλογος τυρναβιτών «Το Μπουρανί», ο Πολιτιστικός Σύλλογος Τυρνάβου, ο Μορφωτικός Σύλλογος Τυρνάβου, ο Μουσικός Σύλλογος Τυρνάβου και το ΚΑΠΗ. Από αυτούς, αντλήθηκαν χρήσιμες πληροφορίες και παλιές μαρτυρίες για την πορεία του εθίμου στον 20ο αιώνα.
             Ωστόσο, ένα από τα πιο χρήσιμα στοιχεία της εργασίας για την κατανόηση του εθίμου, είναι η βιντεοσκοπήσεις των δρώμενων (φωτιές, γαϊτανάκι, άλσος Προφήτη Ηλία, δρόμοι του Τυρνάβου την Καθαρή Δευτέρα, ταβέρνες κτλ).
 ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

              Οι εκτελεστές των τραγουδιών (με τη σειρά που εμφανίζονται στις φωτογραφίες) είναι οι: Τίτος Χαλούλης, Νίκος Ευθυμιάδης, Φίλιππος Λιάνος.

             Ο Τίτος Χαλούλης γεννήθηκε στον Τύρναβο το 1942 και είναι μέλος του Πολιτιστικού Συλλόγου Τυρνάβου, έχοντας διατελέσει και πρόεδρός του. Δεν παίζει κάποιο όργανο αλλά τραγουδάει από πολύ νεαρή ηλικία στα πλαίσια χορωδιακών συνόλων. Με το Μπουρανί ασχολήθηκε πολύ μικρός αφού συμμετείχαν στο έθιμο οι περισσότεροι, μεγαλύτεροι σε ηλικία, συγγενείς του.
             Ο Νίκος Ευθυμιάδης γεννήθηκε στην Καρδίτσα το 1980, μένει στη Λάρισα και ασχολείται με τη μουσική επαγγελματικά. Είναι απόφοιτος του τμήματος Μουσικών Σπουδών του Α.Π.Θ. Με το Μπουρανί ασχολείται ενεργά εδώ και έξι χρόνια ύστερα από προτροπή των μελών του Πολιτιστικού Συλλόγου Τυρνάβου.
             Ο Φίλιππος Λιάνος γεννήθηκε στον Τύρναβο το 1952. Είναι πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Τυρνάβου και κάθε χρόνο πρωτοστατεί στην αναβίωση του εθίμου συμμετέχοντας και οργανώνοντας ποικίλες εκδηλώσεις. Παίζει κιθάρα και τραγουδάει ημιεπαγγελματικά. Και αυτός ασχολείται με το Μπουρανί από μικρή ηλικία.
              Ο Γιώργος Πλατής (1941-2007) γεννήθηκε στον Τύρναβο. Ήταν αγρότης και δεν έπαιζε κάποιο μουσικό όργανο. Τραγουδούσε αποκλειστικά την Καθαρή Δευτέρα και μόνο τραγούδια που ταιριάζουν στο κλίμα της ημέρας. Διετέλεσε πρόεδρος του συλλόγου Τυρναβιτών «Το Μπουρανί» και ήταν από τους τελευταίους αυθεντικούς στο είδος του. Έχει τραγουδήσει δύο κομμάτια, με τον δικό του τρόπο (δεν έχουν μεταγραφεί), και έχει δώσει μικρή συνέντευξη για τη διαδρομή του στο έθιμο του Τυρνάβου.
1.8. ΣΥΝΟΔΕΥΤΙΚΟ ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
             Η διπλωματική εργασία, συνοδεύεται από:
·         Ψηφιακό δίσκο (CD) με τα τραγούδια που έχουν μεταγραφεί.
·         Ψηφιακό δίσκο με τις συνεντεύξεις των εκτελεστών και του Γιώργου Πλατή.
·         DVD με τις εκτελέσεις των τραγουδιών και τις συνεντεύξεις.
·         DVD με πλάνα από τις εκδηλώσεις που τελούνται στα πλαίσια του εθίμου και από τους δρόμους του Τυρνάβου την Καθαρή Δευτέρα.
Διαβάστε τη συνέχεια στο... 

 http://www.tirnavosnews.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=4214:fallokrateia&catid=1:latest-news&Itemid=18